Ομορφοκκλησιά (Άγιος Γεώργιος )

Ομορφοκκλησιά (Άγιος Γεώργιος )
Ομορφοκκλησιά (Άγιος Γεώργιος )

Κυλιόμενο κείμενο

Μη κερδοσκοπικό Blog Γαλατσιώτικοι Αντίλαλοι. Ειδήσεις από τον κόσμο την Ελλάδα, και την καθημερινότητα της πόλης, με ανιδειοτέλεια, αποφασιστικότητα, με απόλυτη ειλικρίνεια, δημοκρατικά και με όλους σας αρωγούς και συνεργάτες. Οφείλουμε να αγωνιστούμε για καλύτερες ημέρες στην πόλη μας.Παρακολουθείτε καθημερινά τους ΑΝΤΙΛΑΛΟΥΣ του Γαλατσίου.Σας παρέχουν πληρέστερη και αντικειμενική ενημέρωση.Μάθετε περισσότερα κάνοντας κλικ στην σελίδα ο ασυμβίβαστος.Σήμερα που σαπίζει ο κόσμος,κι η ατιμία κι ο συμβιβασμός εξευτελίζουν και τις πιο γενναίες ψυχές, μια μονάχα τακτική είναι πρακτική και συμφέρει. Να'σαι ανένδοτος. -Καζαντζάκης-

Ο ασυμβίβαστος



                      






12-4-2023

                 Η υποτίμηση της νοημοσύνης, το χόμπι του Νεοέλληνα 






Πόσες φορές έχουμε νιώσει την ανάγκη να πούμε αυθόρμητα στον άλλον «Ποιόν δουλεύεις;”. Στις μέρες μας δε, αυτή η ανάγκη αυξάνεται συνεχώς, καθώς αυξάνεται αντιστοίχως η τακτική που χρησιμοποιείται από πολλούς, να υποτιμούν με θράσος και χωρίς ντροπή την νοημοσύνη και τη σκέψη του διπλανού τους.

Από τους πολιτικούς που μας απευθύνονται, εκτοξεύοντας μεγαλοστομίες, που έχουν μάθει παπαγαλία και χρησιμοποιούν σαν πανάκεια σε κάθε ερώτηση που τους απευθύνει κανείς, μέχρι τους ανθρώπους με τους οποίους αλληλοεπιδρούμε καθημερινά, όλοι τείνουν να αντιμετωπίζουν τον άλλον, ως τον χαζό.

Στη νοοτροπία του Νεοέλληνα, η ευγένεια και το ήθος, ακόμα και η εσκεμμένη προσπάθεια αποφυγής μιας διένεξης, μεταφράζεται αυτομάτως σαν αδυναμία, και όχι σαν ανωτερότητα, με αποτέλεσμα ο «ευγενής» να τίθεται αναπόφευκτα στη θέση του νοητικά αδύναμου.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, λειτουργεί και η πολιτική επικοινωνία στη χώρα μας. Βλέπουμε ανθρώπους να μας λένε ψέματα, περιμένοντας να τα πιστέψουμε, χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Κάνουμε ερωτήσεις, στις οποίες δεν παίρνουμε ποτέ σαφή και ικανοποιητική απάντηση. Προσπαθούμε να αποδώσουμε ευθύνες, τις οποίες κανείς δεν αναλαμβάνει και όλοι τις αποποιούνται, με αποτέλεσμα να καταλήγει κανείς να αναρωτιέται αν φταίει ο ίδιος που είναι σκεπτόμενος. Γιατί αναρωτιόμαστε όμως για τους πολιτικούς μας εκπροσώπους και τον τρόπο με τον οποίο μας αντιμετωπίζουν, όταν εμείς οι ίδιοι χρησιμοποιούμε την ίδια στρατηγική σε καθημερινή βάση;

Σε μία κοινωνία που μαστίζεται από το λαϊκισμό, την εμπορευματοποιημένη ψεκτό-κουλτούρα και τον λανθάνοντα διχασμό, η παιδεία και η ευγένεια (κοινωνική και πολιτική), θα θεωρούσε κανείς ότι είναι η μόνη ελπίδα που μας έχει απομείνει. Δυστυχώς όμως από την δεκαετία του 90’ και μετά, ο Έλληνας, αν και διατυμπανίζει την ευρωπαϊκή του ταυτότητα, και την ιδιότητά του ως ευρωπαίου και παγκόσμιου πολίτη, ουδεμία σχέση έχει με αυτόν.

Οδηγούμε αγενώς, χαιρετούμε αγενώς, εκφραζόμαστε αγενώς, κοινωνικοποιούμαστε αγενώς, ψηφίζουμε αγενώς και γενικότερα, συμβιώνουμε αγενώς. Αγενώς γιατί πλέον ότι και αν κάνουμε, το βαθύτερο μας κίνητρο δεν είναι άλλο από το να πετύχουμε αυτό που βολεύει τον «εαυτούλη» μας, αδιαφορώντας καταφανώς για τις ανάγκες, τις απόψεις και τους προβληματισμούς των γύρω μας.

Η νεοελληνική κοινωνία λειτουργεί άρρωστα εγωιστικά, αγνοώντας πασιφανώς τις έννοιες της συνύπαρξης, της αλληλοκατανόησης, της ανάγκης ενίοτε να θέσουμε τον εαυτό μας στη θέση του απολογούμενου – αν αυτό απορρέει από τις πράξεις μας- και της κατανόησης, ότι βασική προϋπόθεση της ανθρώπινης συνύπαρξης είναι ο εκφραζόμενος αλληλοσεβασμός και η κατανόηση.
Δυσκολευόμαστε να αναλογιστούμε ότι στη θέση κάποιου τον οποίον χρησιμοποιούμε για να πετύχουμε το στόχο μας, μπορεί να βρεθούμε και εμείς οι ίδιοι. Δεν αναγνωρίζουμε ότι η δύναμη ή αδυναμία που χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο, είναι αποτέλεσμα συνθηκών που συχνά αλλάζουν άρδην και οι επιπτώσεις αναπόδραστα κάποια στιγμή θα ακουμπήσουν και εμάς τους ίδιους.

Η οικονομική κρίση μας έχει οδηγήσει σε μία κουλτούρα ζούγκλας, όπου ο αλληλοσπαραγμός και η πλήρης απουσία ανθρωπιάς και συμπόνοιας προς τον άλλον, δικαιολογείται από πολλούς σαν αυτοάμυνα. Στην προσπάθειά μας να επιβιώσουμε και να ξεχωρίσουμε, υποτιμούμε κάθε τι που θα μπορούσε να απειλήσει την εύθραυστη και πλασματική εικόνα μας. Υποτιμούμε ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε. Υποτιμούμε τη σκέψη, την κρίση και τη νοημοσύνη, ανίκανοι να δούμε ότι αυτές είναι οι αρετές που διαχρονικά δίνουν υπόσταση στην ανθρώπινη φύση και την διαχωρίζουν από τις υπόλοιπες μορφές ζωής.

https://www.thepresident.gr/


29-12-2019

Κόμπλεξ : Πώς τα αποκτάμε και πώς να τα ξεπεράσουμε



Tα «κόμπλεξ» είναι ένας από τους πιο διαδεδομένους και εκλαϊκευμένους ψυχολογικούς όρους, που συνηθίζουμε όλοι να χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε οποιαδήποτε συμπεριφορά μάς φαίνεται κάπως προβληματική ή ελλειμματική.H λέξη περιέχει και έναν αρνητικό, υποτιμητικό τόνο: «είναι κομπλεξικό άτομο» λέμε εύκολα για κάποιον που μας εκνευρίζει ή δεν μας ταιριάζει η συμπεριφορά του, χωρίς να δείχνουμε την επιείκεια που θα εκφράζαμε σε κάποιον που θεωρούμε ότι έχει ψυχολογικό πρόβλημα.
Συνήθως όμως δεν είναι πολύ σαφές ούτε σ’ εμάς τους ίδιους τι εννοούμε με αυτόν το χαρακτηρισμό και τι ακριβώς σημαίνει όταν λέμε ότι κάποιος έχει κόμπλεξ. Tι είναι λοιπόν τα κόμπλεξ, πώς εκδηλώνονται, από πού προέρχονται, ποιοι τα έχουν πραγματικά και πώς μπορούν να ξεπεραστούν;
Tι είναι το κόμπλεξ
Tα κόμπλεξ εμποδίζουν τους ανθρώπους να εμπιστευτούν τον εαυτό τους και τις ικανότητές τους
H λέξη «κόμπλεξ» σημαίνει σύμπλεγμα και προέρχεται από τους πρώτους ψυχολόγους: τον Φρόιντ, ο οποίος μίλησε για συγκρούσεις μεταξύ τάσεων και ορμών του εαυτού και κανόνων και αρχών του περιβάλλοντος, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε τραύματα και συμπλέγματα αρνητικών βιωμάτων, και κυρίως τον Άντλερ, ο οποίος τόνισε ιδιαίτερα τη σημασία του αισθήματος κατωτερότητας για την ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Σύμφωνα με τον Άντλερ, κάθε άνθρωπος γεννιέται με κάποιες αδυναμίες, δυσχέρειες – είτε σωματικές είτε κοινωνικές. Για να μπορέσει να τις ξεπεράσει, χρειάζεται να αναπτύξει, μέσω της προσοχής, της φροντίδας και της αγάπης των δικών του, αίσθημα αυτοεκτίμησης, εμπιστοσύνη στον εαυτό του, καθώς επίσης και αίσθημα κοινωνικότητας, ικανότητα συνύπαρξης με το περιβάλλον του.
Στην αντίθετη περίπτωση, εγκλωβίζεται στο αίσθημα μειονεκτικότητας και ανεπάρκειας και αποκτά μία εγωιστική, επιθετική στάση, η οποία -όχι σπάνια- στρέφεται ενάντια στις ανάγκες και τις επιθυμίες του ίδιου του εαυτού.
Κανείς δεν είναι τέλειος
Ποιος μπορεί όμως να πει για τον εαυτό του ότι έχει αποδεχτεί όλες του τις αδυναμίες; Δυστυχώς ή ευτυχώς, προερχόμαστε και ανατρεφόμαστε από γονείς που και οι ίδιοι έχουν αδυναμίες και μειονεκτήματα και οι οποίοι δεν μπορούν να μας στηρίξουν τόσο ώστε να ξεπεράσουμε κάθε αίσθημα μειονεκτικότητας και κατωτερότητας.

Aντίθετα, μπορούμε να πούμε ότι συχνά οι ίδιοι οι γονείς ή το περιβάλλον μάς φορτώνουν με διάφορα «κόμπλεξ», με την αίσθηση δηλαδή ότι στον έναν ή στον άλλον τομέα δεν είμαστε επαρκείς, ότι υστερούμε, ότι οι άλλοι είναι πολύ καλύτεροι από εμάς. Ίσως, λοιπόν, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι κανείς δεν προχωράει στη ζωή έχοντας τη βεβαιότητα ότι είναι σε όλα τέλειος.
Mία τέτοια βεβαιότητα θα αντιμετωπιζόταν μάλιστα και με καχυποψία ή εχθρικότητα, επειδή την αίσθηση ότι δεν είμαστε τέλειοι κυριαρχεί στην πλειονότητα των ανθρώπων. Mαθαίνουμε να ζούμε με αυτή και να την ξεχνάμε κάπως, εξισορροπώντας τις αδυναμίες μας με αυτά τα στοιχεία που είναι τα πιο δυνατά μας. Σε μερικούς ανθρώπους όμως αυτή η έλλειψη ικανοποίησης με τον εαυτό τους ή με ένα στοιχείο του εαυτού τους είναι τόσο έντονη, που καλύπτει κάθε πτυχή της ζωής τους.
H προσοχή τους είναι διαρκώς εστιασμένη σε αυτό που «δεν πάει καλά» (ή που αυτοί θεωρούν ότι «δεν πάει καλά») με τον εαυτό τους. Tο κόμπλεξ τους τους εμποδίζει να νιώσουν πραγματική ευχαρίστηση, να εμπιστευτούν τον εαυτό τους και τις ικανότητές τους, πολύ συχνά τους κάνει να είναι κλειστοί ή και εχθρικοί και γίνεται εμπόδιο και εστία προβλημάτων στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους.
Tι δεν αγαπάμε στον εαυτό μας;
Tα «αντικείμενα» των κόμπλεξ ποικίλλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο και μπορεί να έχουν ρεαλιστική αιτία, π.χ. μία σωματική δυσπλασία ή να είναι δημιουργήματα της φαντασίας, όπως -για παράδειγμα- η πεποίθηση ότι κάποιος δεν είναι αρκετά έξυπνος. Yπάρχουν όμως κάποια «θέματα» που είναι συνηθισμένα αντικείμενα έντασης και αισθήματος κατωτερότητας.
Η εξωτερική εμφάνιση
Tο «βάσανο» της εξωτερικής εμφάνισης απασχολεί κυρίως τις γυναίκες, αγγίζει όμως σε αρκετά μεγάλο βαθμό και τους άντρες. Για τις γυναίκες, που από πολύ παλιά -αλλά πολύ περισσότερο στη σύγχρονη εποχή- μεγαλώνουν μαθαίνοντας να φροντίζουν την εμφάνισή τους, να μακιγιάρονται, να στολίζονται για να αρέσουν και να είναι επιθυμητές, είναι πολύ συνηθισμένο να μην είναι ευχαριστημένες με την εμφάνισή τους. Tο πρόβλημα έχει γίνει τις τελευταίες δεκαετίες ακόμη πιο έντονο, επειδή μονίμως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με όμορφους, καλλίγραμμους, σχεδόν τέλειους ανθρώπους, οι οποίοι απέχουν μεν πολύ από το μέσο όρο των «κοινών θνητών», προβάλλονται όμως ως πρότυπα ομορφιάς τα οποία θα έπρεπε να πλησιάσουμε. Aπό αυτό δεν εξαιρούνται ούτε οι άντρες, οι οποίοι αν και δεν είναι απαραίτητο να έχουν το τέλειο πρόσωπο, όμως δεν μπορούν να αποφύγουν τη σύγκριση με τα «θεϊκά» μυώδη και αρρενωπά κορμιά κάποιων μοντέλων και σταρ.
H σεξουαλική ικανότητα
Για τους άντρες η σεξουαλική ικανότητα αποτελεί συνηθισμένο αντικείμενο κόμπλεξ και αισθήματος κατωτερότητας. Aυτό που είναι για τις γυναίκες η ομορφιά είναι για τους άντρες οι δυνατότητές τους στο σεξ. H αυτοπεποίθησή τους, η ψυχική τους ισορροπία εξαρτάται από αυτές. Έτσι, η παραμικρή δυσκολία σε αυτό τον τομέα μπορεί να τους δημιουργήσει τεράστια αναστάτωση.
Η ηλικία
Mία ακόμη πηγή δυσαρέσκειας και εσωτερικών συγκρούσεων είναι η ηλικία. Παρόλο που ο πληθυσμός των ανεπτυγμένων κοινωνιών αποτελείται όλο και περισσότερο από ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, αυτές οι κοινωνίες μοιάζουν να λατρεύουν όλο και πιο πολύ τη νεότητα και να απεχθάνονται το γήρας και τα σημάδια του. Tο «σύμπλεγμα του Πίτερ Παν», όπως το ονομάζουν οι ειδικοί, του «αιώνιου παιδιού» δηλαδή, απασχολεί άντρες και γυναίκες, που βλέπουν στα γηρατειά μια εποχή αναγκαστικής παραίτησης, απομόνωσης, αχρηστίας, καθώς στην κοινωνία της παραγωγικότητας αξία έχουν όσοι μπορούν να συμμετέχουν στην παραγωγή.
Η μόρφωση
Aυτό που επίσης κάνει πολλούς ανθρώπους να αμφιβάλλουν γα τον εαυτό τους και να νιώθουν ανεπαρκείς είναι οι διανοητικές τους ικανότητες, η εξυπνάδα και η μόρφωσή τους. Ένας πολύ συχνός λόγος για τον οποίον επισκέπτονται άντρες και (περισσότερο) γυναίκες τους ψυχοθεραπευτές είναι η αίσθησή τους ότι δεν είναι αρκετά έξυπνοι, δεν ξέρουν να εκφράζονται, αλλά και ότι δεν έχουν επαρκή μόρφωση και υστερούν απέναντι στους άλλους.
Oι «σχέσεις υποταγής»
Όλο και πιο συχνά κάνει την εμφάνισή του τα τελευταία χρόνια ένα καινούργιο πρόβλημα, που -ιδιαίτερα στις νέες γυναίκες- παίρνει διαστάσεις συμπλέγματος και τις δυσκολεύει ιδιαίτερα στη δημιουργία σταθερών σχέσεων με το άλλο φύλο: είναι το «κόμπλεξ της υποταγής».
Σε μια κοινωνία ατομικιστών, στην οποία τα παιδιά μεγαλώνουν σαν μικροί βασιλιάδες, όπου όλα στρέφονται γύρω από αυτά, χωρίς εκείνα να χρειάζεται πολλές φορές να αναλάβουν την παραμικρή ευθύνη είτε για τον εαυτό τους είτε για τους άλλους, είναι πολύ δύσκολο να συμβιβαστούν αργότερα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες κάποιου άλλου.
Πολλοί νέοι άνθρωποι λοιπόν αντιδρούν με ένταση, με πανικό σχεδόν, όταν βρεθούν σε μια επαγγελματική ή σε μια προσωπική σχέση εξάρτησης. Eιδικά για τις νέες κοπέλες, συχνά η σχέση αγάπης με έναν άντρα τις κάνει να φοβούνται ότι τους ζητείται να υποταχθούν και ότι θα γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Πώς δημιουργούνται τα κόμπλεξ
Πώς φτάνει ένας άνθρωπος στο σημείο να αρνείται τόσο πολύ τον εαυτό του επειδή έχει (ή πιστεύει ότι έχει) μεγάλη κοιλιά ή επειδή δεν είναι πια είκοσι ετών; Mπορούμε να πούμε με αρκετή βεβαιότητα ότι οι «βάσεις» για την ανάπτυξη αισθήματος κατωτερότητας και κόμπλεξ μπαίνουν στην αρχή της ζωής μας. Στα μάτια των γονιών μας πρωτοβλέπουμε τον εαυτό μας.
Όσο πιο αυστηρή και κριτική είναι αυτή η ματιά, τόσο πιο αυστηροί θα είμαστε κι εμείς με τον εαυτό μας και τις αδυναμίες του. H ανάπτυξη μιας υγιούς και σταθερής προσωπικότητας προϋποθέτει την άνευ όρων αγάπη και αποδοχή των ανθρώπων που είναι σημαντικοί για μας κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής μας. Όταν οι γονείς δεν μπορούν να αποδεχτούν κάποια χαρακτηριστικά μας ή μας προσφέρουν την αγάπη τους υπό όρους, μαθαίνουμε ότι αξίζουμε μόνο αν είμαστε όπως μας θέλουν αυτοί.
Mαθαίνουμε έτσι να ντρεπόμαστε για τις ατέλειές μας ή επινοούμε διάφορες μεθόδους για να τις κρύβουμε από τους άλλους, αλλά κυρίως από τον ίδιο μας τον εαυτό. Γι’ αυτό, άλλοτε είναι εντελώς ξεκάθαρο τι δημιουργεί σ’ έναν άνθρωπο αίσθημα κατωτερότητας, και έχει να κάνει με πρότυπα και αξίες που κυριαρχούσαν μέσα στην οικογένεια (αν π.χ. η μητέρα θεωρούσε την κομψότητα απαραίτητο στοιχείο θηλυκότητας, ίσως η κόρη να θεωρεί τον εαυτό της άσχημο αν έχει μερικά κιλά παραπάνω), και άλλοτε δεν είναι.
Πολλές φορές είναι ένα γενικότερο αίσθημα αμφισβήτησης του ίδιου μας του εαυτού. Xρειάζεται συχνά πολύ «ψάξιμο» για να βρει κανείς και να παραδεχτεί τι τον κάνει να αισθάνεται μειονεκτικά.
Xρησιμεύουν σε κάτι τα κόμπλεξ;
Πολλές φορές αυτή η αίσθηση ότι μειονεκτούμε μας χρησιμεύει για να αποφεύγουμε να αντιμετωπίζουμε καταστάσεις που μπορεί να μας είναι δυσάρεστες. Aν λοιπόν κάποιος πιστεύει ότι δεν είναι αρκετά έξυπνος -και με αυτήν τη δικαιολογία δεν τολμάει να αρχίσει μια σταδιοδρομία ή να ψάξει για μια καλύτερη δουλειά-, με αυτό τον τρόπο αποφεύγει τις αποτυχίες. Xάνει όμως ταυτόχρονα και κάθε ευκαιρία να πετύχει, ώστε να αναθεωρήσει αυτήν την αντίληψη που έχει για τις ικανότητές του.
Mε παρόμοιο τρόπο τα κόμπλεξ μπορεί να γίνουν εμπόδιο στο να δημιουργήσουμε και να νιώσουμε εμπιστοσύνη στις σχέσεις μας. Aν πιστεύουμε π.χ. ότι είμαστε άσχημοι ή ότι κάτι επάνω μας είναι άσχημο και απωθητικό, έχουμε την τάση να κρυβόμαστε για να μην εισπράξουμε την απόρριψη των άλλων. Έτσι όμως γινόμαστε «αόρατοι» και για τους άλλους και επιβεβαιώνουμε με τον τρόπο αυτό τους φόβους μας: «ορίστε, δεν με πλησιάζει κανείς, άρα είμαι πράγματι τόσο άσχημος».
Άνθρωποι με πολύ έντονο το αίσθημα κατωτερότητας φτάνουν στο σημείο να υποτιμούν τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται γι’ αυτούς ή με τους οποίους δημιουργούν σχέσεις: «για να θέλει να είναι μαζί μου, δεν αξίζει και πολλά». Mια τόσο στρεβλωμένη αντίληψη του εαυτού ή στοιχείων του εαυτού δεν είναι εύκολο ν’ αλλάξει.
Yπάρχει τρόπος να απαλλαγούμε από τα κόμπλεξ;
Aυτό που μπορούμε να κάνουμε, όταν παρατηρούμε ότι κάτι που θεωρούμε αδύναμο σημείο μας μας καταδυναστεύει, είναι να προσπαθήσουμε κατ’ αρχάς να παρατηρήσουμε τις αντιδράσεις μας σχετικά με αυτό το θέμα. Συνήθως, όταν πιστεύουμε ότι μειονεκτούμε σε κάτι, ρίχνουμε το βάρος σε κάτι άλλο για να αναπληρώσουμε το «έλλειμμα».
Ένα πολύ κοινότοπο παράδειγμα είναι ο άνθρωπος που πιστεύει ότι είναι άσχημος και προβάλλει ιδιαίτερα τις διανοητικές του ικανότητες. Mία άλλη στρατηγική, όταν αισθανόμαστε μειονεκτικά με κάποιο χαρακτηριστικό μας, είναι να προσπαθούμε να το κρύψουμε, να αποφεύγουμε «κακοτοπιές», για να μην πληγωθούμε. Kρύβουμε λοιπόν την κοιλιά μας κάτω από φαρδιά ρούχα ή την υποτιθέμενη έλλειψη εξυπνάδας στη σιωπή και τη μη συμμετοχή.
Aκόμη, είναι πολύ συνηθισμένο να αξιολογούμε τις αντιδράσεις των άλλων με τρόπο που να επιβεβαιώνουν την αρνητική γνώμη που έχουμε για τον εαυτό μας. Mε έναν ιδιαίτερα «επιτήδειο» τρόπο αγνοούμε ή υποτιμάμε τις θετικές και υπερτιμάμε τις αρνητικές αντιδράσεις. Aν παρατηρήσουμε λοιπόν τη συμπεριφορά μας και κατανοήσουμε με ποιο τρόπο «τρέφουμε» το αίσθημα κατωτερότητας, μπορούμε να υιοθετήσουμε μια συμπεριφορά περισσότερο τολμηρή, αλλάζοντας με πολύ μικρά βήματα τις παραπάνω «στρατηγικές».
Nα τολμήσουμε δηλαδή να δείξουμε περισσότερο αυτό που συνηθίζαμε να κρύβουμε. Nα μην προσπαθούμε τόσο πολύ να τραβάμε την προσοχή αλλού, προκειμένου να μην καταλάβουν οι άλλοι πόσο μειονεκτούμε. Kι ακόμη, να αξιολογούμε τις αντιδράσεις των άλλων πιο ρεαλιστικά, δεχόμενοι εξίσου και τις θετικές και τις αρνητικές.
Mπορεί με τον τρόπο αυτό να αντιληφθούμε ότι ένα μεγάλο μέρος του «βουνού» που βλέπουμε μπροστά μας είναι οφθαλμαπάτη και ότι όλοι οι άλλοι δεν βλέπουν παρά ένα μικρό λοφάκι!
_______________________
~ Με τη συνεργασία της κ. Λουίζας Βογιατζή, συμβουλευτική ψυχολόγος
    Πηγή:  in.gr
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com


14-6-2019

Η αλαζονεία της εξουσίας είναι πολύ κακό πράγμα…





Η αλαζονεία είναι εξουσιαστική συμπεριφορά. Αυτό είναι γνωστό και δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε περισσότερο. Οπότε, θα πρέπει να θεωρηθεί τουλάχιστον πλεονασμός η διατύπωση: «αλαζονεία της εξουσίας».
Εκτός κι αν (κάτι πολύ πιθανό) επιχειρείται να καθιερωθεί πως η εξουσία μπορεί και να μην είναι αλαζονική. Όμως, μέσα απ’ αυτή τη λογική, προβάλλει η σκοπιμότητα ωραιοποίησης της εξουσίας, διαχωρίζοντάς την από ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της, μέσω του οποίου εκφράζεται.
Αυτή, λοιπόν, η έκφραση μπορεί να έχει πολλές αποχρώσεις και εντάσεις, χωρίς να σημαίνει πως αυτό της αφαιρεί την εξουσιαστική της διάσταση. Παρά τις όποιες αντιρρήσεις, που ενδεχομένως μπορούν να προβληθούν, η έκφραση: «αλαζονεία της εξουσίας» έρχεται περισσότερο να τονίσει την ταυτότητα παρά μια διαχωρισμένη κατάσταση που έρχεται να συμπορευτεί συγκυριακά.
Αλαζόνας είναι ο υπερόπτης, αυτός ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους άλλους με αποτέλεσμα να συμπεριφέρεται ανάλογα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα αυτού που «καταλαμβάνει» το εξουσιαστικό αξίωμα του βουλευτή και νομίζει πως η δύναμη των ψήφων τον έχει μετατρέψει σε κάτι το ανυπέρβλητο.

Η αλαζονεία αφορά τόσο μεμονωμένα άτομα -όσο και μικρά κοινωνικά κομμάτια-, που έχοντας αποκτήσει με διάφορους τρόπους κάποιες δυνατότητες τις μετατρέπουν, εν μέρει πραγματικά και εν μέρει φαντασιακά, σε δύναμη. Αυτή η κατάσταση κάνει άτομα και κοινωνικές ομάδες να συμπεριφέρονται με έπαρση. Έτσι, φτάνει κάποιος να νομίζει πως τα μηδαμινά είναι μεγάλα και υποτιμά ό,τι στην πραγματικότητα είναι πολύτιμο.
Πολλές φορές ο αδύναμος, που θα αποκτήσει κάποιες δυνατότητες, παραγνωρίζει το γεγονός πως αυτές είναι προϋποθέσεις για να αποτρέψει την αναπαραγωγή και το άπλωμα εξουσιαστικών θέσεων, στάσεων, συμπεριφορών και πρακτικών. Αναζητά πολιτικά στηρίγματα, μικρής ή μεγάλης εμβέλειας και «μετασχηματίζει»τις δυνατότητες που έχει σε ένα είδος δύναμης με την οποία επιβάλλεται. Έτσι, στην ουσία μετατρέπεται σε έναν εξουσιαστή ανάλογης ή και μεγαλύτερης έντασης από αυτόν που κάποτε ξεκίνησε να πολεμήσει. Έτσι, η αρχική εξουσιαστική ίωση γίνεται βαθμιαία αρρώστια μη αναστρέψιμη.
Η αλήθεια του αλαζόνα στηρίζεται στη δύναμη κι όχι στην άποψη, την θεώρηση των πραγμάτων και την ανάλυση των συνθηκών. Σ’ αυτήν την περίπτωση αρέσκεται, πλέον, να χρησιμοποιεί τη μέθοδο επιβολής δια της ισχύος. Στηρίζεται, ως εκ τούτου, σε λαθεμένη εικόνα (πλάνη) που έχει αποδεχθεί ή έχει καλλιεργήσει ο ίδιος για διάφορα ζητήματα. Μία πλάνη την οποίαν όμως διασπείρει αποσκοπώντας σε ακόμη μεγαλύτερη ισχύ και καταξίωσή του και δείχνοντας αδιανόητη αδιαφορία για τις επιπτώσεις που θα έχει αυτή του η συμπεριφορά.
Ο αλαζόνας είναι συνήθως και λογάς. Προσπαθεί να εντυπωσιάσει με παχιά λόγια (αλλά κούφια από περιεχόμενο) όσους μπορούν ακόμα και στέκονται έκθαμβοι μπροστά στην κενότητα. Κλεισμένος στον περίγυρο που τον αποδέχεται, (θες από άγνοια, θες επειδή αποσκοπεί στο να αποκομίσει κάποια οφέλη), ουσιαστικά κόβει τους δεσμούς του από κάθε τί λειτουργικό και δημιουργικό το οποίο τον περιβάλλει και που κάτω από πολλές συνθήκες θα τον στήριζε σε δύσκολες περιστάσεις. Όταν θα ανακαλύψει πως μ’ όλη αυτή τη συμπεριφορά του έχτιζε ένα παλάτι στην άμμο θα είναι πολύ αργά.
Με πολύ απλά λόγια, ο αλαζόνας είναι ίδιος με τον Φαέθοντα: ο υπερφίαλος ενθουσιασμός του τον οδηγεί αργά ή γρήγορα στην καταστροφή. Το κακό είναι πως θα συμπαρασύρει στην πορεία του ανθρώπους και καταστάσεις, που κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμα για την καλυτέρευση των όρων ζωής και για την προοπτική της αποδέσμευσης από καταπιεστικές κι εκμεταλλευτικές καταστάσεις …;

8-3-2019

«Ημέρα της Γυναίκας»: Δεν είναι γιορτή, είναι υπενθύμιση.



Η 8η Μαρτίου η «Ημέρα της Γυναίκας» δεν είναι γιορτή. Είναι καμπανάκι πως ο κόσμος παραμένει στρεβλός. Είναι υπενθύμιση. Υπάρχει για να θυμίζει τις αέναες μάχες ενός αγώνα που συνεχίζεται ακόμα αδιάκοπος σε όλη την υφήλιο, σε χώρους εργασίας και κοινοβούλια, σε ανήλιαγα υπόγεια και πίσω από τις κουρτίνες. 

Η «Ημέρα της Γυναίκας» υπάρχει για να θυμίζει τις ράφτρες στις βιοτεχνίες κάτεργα της Νέας Υόρκης που το 1908 ύψωσαν την φωνή τους, για πρώτη φορά οργανωμένες σε μικρές κινητοποιήσεις, πρωτόλεια διεκδικώντας εργασιακά δικαιώματα και για τις εργαζόμενες γυναίκες. Εκείνα τα κορίτσια, 16 με 25 ετών, στην συντριπτική τους πλειοψηφία μετανάστριες, δουλεύοντας σε άθλιες συνθήκες και για ψίχουλα, αφιέρωναν την ζωή τους στον βωμό της μαζικής παραγωγής υποκαμίσων, για πρώτη φορά διαθεσίμων ως βιομηχανικών προϊόντων προς τέρψη των αντρών καταναλωτών. Μέχρι που λίγους μήνες αργότερα, οι αντοχές τους στα πρώτα άγρια δείγματα ενός νεότευκτού βιομηχανικού καπιταλισμού έσπασαν.

Η 8 του Μάρτη, όμως, δεν είναι μια ημέρα για να θυμίζει μόνο δεινά και μάρτυρες, και το σκοτάδι απ’ όπου προσπαθούμε να βγούμε ακόμα. Υπάρχει και για να αφήνει να φανούν χαραμάδες φωτός, σιωπηλές ηρωίδες του παρόντος.
Όπως εκείνες τις γυναίκες που κουβαλώντας σε μπόγους τα μωρά τους διασχίζουν ποτάμια και πελάγη, σύνορα χαρακιές στο σώμα του πλανήτη, πολεμώντας ως την τελευταία τους ανάσα να τα κρατήσουν στεγνά, ζεστά και ασφαλή. Που τα αγκαλιάζουν στοργικά όπως στέκονται στωικές για ώρες, σε μια ουρά ατελειώτη, για ένα μήλο και ένα πλαστικό κουπάκι φασόλια. Η δική τους μερίδα είναι των παιδιών τους. Και το μήλο ίσως το κάνουν για λίγο παιχνίδι, μήπως σχηματιστεί ξανά ένα χαμόγελο σε κάποιο μικρό πρόσωπο.
Και όπως εκείνες, οι άλλες, γερόντισσες σε νησιά και χωριουδάκια ξεχασμένα, που αυτά τα ίδια τα παιδιά θα τα φροντίσουν σαν να ήταν δικά τους παιδιά, δικά τους εγγόνια. Παιδιά δικά τους. Δικά μας. Του κόσμου.
Τελικά, την «Ημέρα της Γυναίκας» οι γυναίκες δεν θέλουν λουλούδια, δωράκια και αγκαλιές.
Δεν ψάχνουν προστασία ούτε ζητιανεύουν την παρέμβαση κάποιου θεσμικού πατερούλη.
Δεν ζητούν ευγενικά να τους αποδώσουν οι άρχοντες νέα δικαιώματα.
Απαιτούν.
Απαιτούν να τους αναγνωριστούν τα δικαιώματα που αυτονόητα ήδη θα έπρεπε να απολαμβάνουν. Απαιτούν τυπική ισονομία και ουσιαστική ισότητα.
Απαιτούν το προφανές. Μάχονται για έναν κόσμο όπου για τα προφανή και τα αυτονόητα δεν θα απαιτούνται κείμενα και λόγοι, επετειακές ημέρες, αγώνες.
Βλέπεις, σε αυτό το ανάποδο σύμπαν που έχουμε χτίσει, τα απλά, αυτονόητα και προφανή είναι που είναι δύσκολα και προϋποθέτουν να παλέψεις για να τα κατακτήσεις. Ώσπου μια μέρα, να μην χρειάζονται επετειακές ημέρες για να μας τα θυμίζουν. Ώσπου μια μέρα να έχει γίνει τουλάχιστον η πιο αυτονόητη αρχή από όλες.




20-1-2019

Ωραίο πράγμα η μπέσα άνθρωπε.!!!!!!!!!


Ωραίο πράγμα η μπέσα άνθρωπε.
Σου δίνει λόγο να περπατάς με το κεφάλι ψηλά.
Να συνεχίζεις εκεί που όλοι σιωπούν και κοιτάνε άλλοι τον ουρανό μη και βρέξει κι άλλοι τη γη μπας και ανοίξει και μπουν μέσα και γλυτώσουν.
Δεν έχει φύλο η μπέσα. Μην γελιέσαι.
Άσε τους άντρες τους ξηγημένους και τις γυναίκες που έγιναν μάγκες, κι όλα αυτά τα τσιτάτα.

Ο άνθρωπος που έχει μπέσα, που η ψυχή του έχει τσίπα, δεν είναι ούτε βαρύ αρσενικό από εκείνα που μοστράρονται κατά δεκάδες, ούτε γυναίκα σπάνια και ακριβοθώρητη. Μην πας να βάλεις φύλο στην μπέσα. Δεν έχει φύλο, έχει ηθική και ντομπροσύνη.
.
Ο άνθρωπος με μπέσα, έχει μια έμφυτη ευγένεια στην ψυχή του.
Ξέρει την δύναμή του. Ξέρει πόσο κακό μπορεί να κάνει. Ξέρει πώς να βλάψει.
Επιλέγει όμως να μην το κάνει.
Επιλέγει να κοιτάει στα μάτια όλα όσα θα μπορούσε να κάνει, και στο τέλος να κάνει εκείνα που δεν θα του στερήσουν τον ύπνο του και τη γαλήνη της ψυχής του.

Μην γελιέσαι, δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίσεις έναν άνθρωπο με μπέσα.
Δεν είναι εύκολο να σταθείς απέναντί του.
Κι αυτό γιατί δεν έχει να απολογηθεί για πράξεις.
Για ότι έχει κάνει, είναι περήφανος.
Ακόμα και για τα λάθη του, ντόμπρα και περήφανα παίρνει την ευθύνη και τα χρεώνεται.

Μην μπερδεύεις τη μπέσα με τη μαγκιά. Μην μπερδεύεις την μπέσα με τίποτα από όλα εκείνα που είναι εύκολα και συνηθισμένα.
Η μπέσα, είναι στάση ζωής με υψηλό αντίτιμο διοδίων.
Όμως, στο τέλος του δρόμου, έχεις την πιο ωραία θέα.
Σοφία Παπαηλιάδου


Εντιμότητα εναντίον διαφθοράς




Η Ιταλίδα Φραντσέσκα Ριγκότι είναι καθηγήτρια Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Λουγκάνο στην Ελβετία. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο της «Onestà» (Raffaello Cortina, 2014)​

Θεωρούμε έντιμο έναν πολιτικό ή έναν επαγγελματία όταν «αυτός δεν κλέβει». Εντιμος είναι εκείνος που δεν διαφθείρει και δεν επιτρέπει να τον διαφθείρουν στο πεδίο της πολιτικής, των εμπορικών συναλλαγών κ.λπ. Εντιμότητα είναι το να απέχει κανείς από την παράνομη ή καταχρηστική απόσπαση χρήματος, την απάτη και τη διαφθορά.
Η εντιμότητα είναι για μας σήμερα μια ηθική αρετή που συνδέεται με τον κόσμο του χρήματος. Στην πραγματικότητα, το να περιορίζουμε το νόημα της εντιμότητας σε αυτό το πλαίσιο σημαίνει ότι αδικούμε μια πολύσημη και πολύπλευρη έννοια τόσο πλούσια σε νοήματα.
Είναι, ωστόσο, αληθινό ότι μεγάλο μέρος αυτών των νοημάτων έχει χαθεί στην πορεία του χρόνου, απογυμνώνοντας την ίδια την έννοια από τον πλούτο της και υποβαθμίζοντάς την σε έναν νοηματικό πυρήνα αποκλειστικά οικονομικό.
Ακόμη και η εντιμότητα είχε την τύχη που συνοδεύει πολλές όψεις της σύγχρονης ζωής, οι οποίες κυριαρχούνται ιδεατά και γλωσσικά από την ιδέα του κόσμου ως αγοράς: από την εμπειρία των ταξιδιωτών στον σιδηρόδρομο ή των ασθενών σε νοσοκομεία, που μετατρέπονται αδιακρίτως σε «πελάτες», ή από εκείνη των σπουδαστών που είναι μπλεγμένοι με χρέη και πιστώσεις, λες και η γνώση ταυτίζεται με το χρήμα, ώς τους διευθυντές των πανεπιστημιακών τμημάτων που είναι μπλεγμένοι με output και impact, προκειμένου να αξιολογήσουν την επιστημονική εργασία των καθηγητών.
Δεν προξενεί επομένως έκπληξη το ότι σε αυτόν τον «χαλασμένο κόσμο» -για να επαναλάβουμε μιαν έκφραση του Τόνι Τζαντ- ακόμη και η έννοια της εντιμότητας είδε το νόημά της να μετακινείται όλο και περισσότερο προς την οικονομική σφαίρα.
Η εντιμότητα σχετίζεται με τις προθέσεις, τα κίνητρα και τις κλίσεις του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς ενός προσώπου.
Αν η τιμή είναι, όπως έγραφε ο Αριστοτέλης στη «Ρητορική», μια «ένδειξη καλής φήμης», τότε αξιότιμος θα έπρεπε να αποκαλείται εκείνος που είναι έντιμος και, γι’ αυτόν τον λόγο, άξιος τιμής.
Οπως έγραφε ο Ιντρο Μοντανέλι, «οι καλοί μισθοί δεν αρκούν για να παραμείνουμε έντιμοι. Χρειάζεται να γνωρίζουμε και το τι είναι η τιμή».
Ενώ η τιμή και η εντιμότητα ταξιδεύουν στοργικά μαζί και η μια επιβεβαιώνει την άλλη, η εντιμότητα και η διαφθορά αποτελούν ένα ζεύγος αντιθέτων και η μια αποκλείει την άλλη.
Οποιος είναι έντιμος δεν είναι διεφθαρμένος και όποιος διαφθείρει ή διαφθείρεται δεν είναι έντιμος. Τι είναι όμως η διαφθορά;
Οι μελετητές του θέματος δίνουν διάφορους ορισμούς και η λέξη «διαφθορά» έχει πλούσια ιστορία με διαφορετικά γνωρίσματα και νοήματα.
Οταν χρησιμοποιείται στο ηθικό, πολιτικό και κρατικό πεδίο, αυτή δηλώνει τις προσπάθειες να επιτευχθεί πλούτος και/ή εξουσία με μη νόμιμα μέσα (ιδιωτικό κέρδος με δημόσια δαπάνη).
Σε αυτό το πλαίσιο επομένως η διαφθορά έγκειται στο «να μην κάνει κάποιος το χρέος του παρασυρόμενος από απολαβή, κέρδος ή άλλο δέλεαρ»· η διαφθορά είναι το έργο εκείνου ο οποίος «ωθεί άλλους να διαπράττουν ενέργειες αντίθετες προς την έννοια της εντιμότητας» («Μεγάλο λεξικό της ιταλικής γλώσσας»).
Στην ειδική περίπτωση ενός δημόσιου λειτουργού η διαφθορά έγκειται στην αποδοχή χρήματος ή άλλων απολαβών, που του δίνει ή του υπόσχεται ένα άλλο υποκείμενο για να παραλείψει ή να καθυστερήσει ή ακόμη και για να πραγματοποιήσει μια υπηρεσιακή πράξη.
Αν η πρωτοβουλία για απαίτηση χρήματος ανήκει στον δημόσιο λειτουργό, τότε μιλάμε για εκβίαση ή κατάχρηση. Η πρακτική της διαφθοράς είναι πολύ παλαιά.
Είναι ένα οικουμενικό φαινόμενο που υπήρξε πανταχού παρόν στις πολύπλοκες κοινωνίες, στην Αίγυπτο, στη Ρώμη, στην Ελλάδα, στο Ισραήλ.
Ηδη στην Παλαιά Διαθήκη βρίσκουμε την προτροπή: «Και δώρα ου λήψη· τα γαρ δώρα εκτυφλοί οφθαλμούς βλεπόντων και λυμαίνεται ρήματα δίκαια» (Εξοδος, 23,8). Παρόμοιες προτροπές βρίσκονται στον Κώδικα του Χαμουραμπί, στο Κοράνι κ.λπ.
Ολοι έχουν δοκιμάσει την εμπειρία της διαφθοράς: δικτατορικά καθεστώτα και δημοκρατικές κυβερνήσεις, φεουδαλικές, καπιταλιστικές και κομμουνιστικές οικονομίες, χριστιανικοί, μουσουλμανικοί, ινδουιστικοί και βουδιστικοί θρησκευτικοί πολιτισμοί και θεσμοί.
Η πανταχού παρουσία, η διάρκεια και ο επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας της διαφθοράς υποδηλώνουν ότι αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν μια δυσλειτουργία, που μπορεί εύκολα να θεραπευτεί με στοχευμένες παρεμβάσεις.
Η διαφθορά δεν είναι ένα μικρό ελάττωμα, μια ελαφρά παρέκκλιση, ένας κόκκος άμμου σε γρανάζια που λειτουργούν καλά.
Δεν είναι ούτε και εργαλείο αποτελεσματικότητας ικανό να βελτιώνει τη λειτουργία των γραφειοκρατικών μηχανισμών, θέση που έχει ήδη υποστηριχτεί αλλά έχει εγκαταλειφθεί. […]
Η διαφθορά είναι και διαρκής αιτία φτώχειας και υπονομεύει τις δημοκρατικές κοινωνίες με δύο τρόπους: στερεί από αυτές τους πόρους που είναι αναγκαίοι για την παροχή ποιοτικών δημόσιων υπηρεσιών, ενώ ταυτόχρονα διαβρώνει την εμπιστοσύνη στους δημόσιους και ιδιωτικούς τομείς που οφείλουν να προσφέρουν αυτές τις υπηρεσίες.
Οι επιπτώσεις είναι καταστροφικές τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες, επειδή αφαιρούνται πελώρια ποσά από τις οργανώσεις που υπηρετούν τον πληθυσμό.
Πιθανότατα η πιο αποτελεσματική θεραπεία, ίσως περισσότερο και από τις προσπάθειες αποτροπής, είναι η δημιουργία μιας κουλτούρας που αντιτίθεται στη διαφθορά, μιας εκπαίδευσης για τα ηθικά θέματα.
Πόσο μάλλον που η ιστορική εμπειρία αποδεικνύει ότι η οικονομική ανάπτυξη ευνοείται από μιαν έντιμη δημόσια διοίκηση, ενώ η διαφθορά εμφανίζεται ως συνεννόηση μιας μειονότητας με σκοπό να σφετερίζεται αγαθά που ανήκουν στην πλειονότητα του πληθυσμού.
Μέτρα αποτροπής, εκπαίδευση στην ηθική και, τέλος, ως θεραπεία για τη διαφθορά, άμεσες παρεμβάσεις για τη δημιουργία κοινωνικής ισότητας.
Οι μεγάλες κοινωνικές ανισότητες και η διάδοση της φτώχειας καθιστούν πράγματι τα πρόσωπα ευαίσθητα απέναντι στις διάφορες μορφές διαφθοράς. Η μείωση της ανισότητας είναι και μείωση της διαφθοράς.
Μια δίκαιη κοινωνία με την έννοια του Τζον Ρολς, στην οποία τα οφέλη είναι θεμιτά μόνο σε σχέση με συγκεκριμένα κριτήρια επιδόσεων, μια δίκαιη κοινωνία η οποία προτάσσει τον στόχο να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής όσων βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, θα έχει χαμηλά επίπεδα διαφθοράς.
Είπα ότι θα μιλήσω όσο το δυνατόν λιγότερο για την Ιταλία, αλλά σε μια πραγματεία με θέμα την εντιμότητα και τη διαφθορά είναι δύσκολο να μην αναφέρω τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Η ιστορία του Μπερλουσκόνι είναι πράγματι ένα εντυπωσιακό παράδειγμα για το τι μπορεί να συμβεί όταν μέσα μαζικής επικοινωνίας, χρήμα και πολιτική συμμαχούν σε μια κοινωνία που δεν γνωρίζει πλέον κανόνες.
Από τη στιγμή που η πολιτική αποσύρεται από τις πρωταρχικές λειτουργίες της που συντελούν στη διάπλαση της κοινωνίας, το καθήκον το αναλαμβάνουν άλλοι και αυτοί οι άλλοι καθίστανται ανεξάρτητοι αποφεύγοντας τον έλεγχο.
Ενα ανέκδοτο από τη βιογραφία του Μπερλουσκόνι φωτίζει την αλλαγή προοπτικής και την ηθική άγνοια.
Ο Χάρολντ Μακμίλαν, όταν εκλέχθηκε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, πούλησε τις μετοχές που είχε σε μιαν εκδοτική επιχείρηση. Η μοναδική αντίδραση του Μπερλουσκόνι ήταν: «Γιατί;».
Μια ισχυρή ηθική εκπαίδευση είναι σημαντική προκειμένου να μην επαναλαμβάνονται παρόμοια ερωτήματα.
http://www.efsyn.gr

3-10-2018

Ο χειρότερος αγράμματος είναι ο πολιτικά 

αγράμματος - Μπ. Μπρεχτ




Δεν καταγγέλλει τους αγράμματους αλλά τους πολιτικά αγράμματους. Λέει δηλαδή, πως άλλο πράγμα είναι να ξέρει κάποιος γράμματα και άλλο πράγμα να καταλαβαίνει την ουσία, που είναι η σχέση της πολιτικής με την οικονομία και την ρεμούλα, η σχέση της πολιτικής με την κοινωνία Κι η εξουσία  σε όλες τις βαθμίδες δεν είναι κάτι γενικό κι αόριστο, κάτι που εκπορεύεται από κάποιους σοφούς, αλλά η βίαιη εφαρμογή της πολιτικής που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της .

        Η έλλειψη κατανόησης αυτής της απλής αλήθειας, η πολιτική αγραμματοσύνη, στην ουσία είναι πολιτική πράξη.


12-7-2018

Το δημόσιο συμφέρον είναι πολιτική ηθική

Αποτέλεσμα εικόνας για πολιτικη και ηθικη


Ο Μακιαβέλι ήταν ο πρώτος που δήλωσε δημόσια πως ηθική και πολιτική όχι μόνο δεν ταυτίζονται αλλά συγκρούονται κιόλας και έδωσε συμβουλές προς τους επίδοξους ηγεμόνες για το μοναδικό μέλημα της πολιτικής στην εποχή του: πώς θα καταλάβουν και θα διατηρήσουν την εξουσία, πώς θα γίνουν πρίγκιπες ή βασιλιάδες.

Μακιαβελική ηθική

Είναι ωφέλιμο, λέει ο Μακιαβέλι, να φαίνεται ο διεκδικητής της εξουσίας «σπλαχνικός, πιστός, φιλάνθρωπος, θρήσκος, ειλικρινής» -, αλλά αν πράγματι τις έχει αυτές τις αρετές και επιμένει να τις ασκεί «καταντούν επιζήμιες». Η εξουσία είναι αυτοσκοπός και όποιος τη θέλει πρέπει να έχει την αγριότητα του λιονταριού και την πονηριά της αλεπούς. 

Επισημαίνει τις αρετές που είχαν δύο ηγεμόνες της εποχής του που τους θεωρούσε επιτυχημένους, ο πάπας Αλέξανδρος Στ' και ο Κάρολος Κουίντος της Ισπανίας: ο πρώτος έδινε όρκους αλλά «δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να απατάει τους ανθρώπους... κι όμως πάντα οι δόλοι του πετύχαιναν»· ο δεύτερος «έχει ακατάπαυστα στο στόμα του ειρήνη κι ειλικρίνεια· κι αν είχε τηρήσει τη μια ή την άλλη, θα 'χε χάσει πολλές φορές την εξουσία και τη φήμη του».  

Δεν πρέπει να έχουμε αμφιβολίες πως οι συνταγές του Μακιαβέλι λειτούργησαν (και λειτουργούν πάντα) σε κράτη στα οποία η εξουσία είναι αυτοσκοπός και η πολιτική υπόθεση αυταρχικών ελίτ: βασιλείες, δικτατορίες, κομμουνιστικά ή φασιστικά καθεστώτα, εκεί όπου η έννοια του κρατικού, εθνικού ή δημόσιου συμφέροντος ταυτίζεται με το συμφέρον αυτών που κατέχουν την εξουσία.

Με τις δημοκρατίες τι γίνεται; Κάνουν ηθικότερους τους πολιτικούς οι δημοκρατίες; Ας επανέλθουμε στον Μακιαβέλι που επισημαίνει ότι για τις πράξεις των ηγεμόνων «με το να μην υπάρχει δικαστήριο να καταφύγεις, κρίνεις από τ' αποτελέσματα». Στις δημοκρατίες υπάρχουν δικαστήρια ακόμη και για τους «ηγεμόνες», τους πολιτικούς που ασκούν την εξουσία δηλαδή. Αρα ελπίζουμε να μας διαφυλάξουν οι θεσμοί από την «πολιτική ανηθικότητα», όχι η αγγελική φύση των επαγγελματιών πολιτικών - και είναι γνωστό πρόβλημα της Ελληνικής Δημοκρατίας η υπερβολική προστασία που έχουν οι πολιτικοί απέναντι στα δικαστήρια. Για τούτο τα δικαστήρια ή οι ανεξάρτητες αρχές αποτελούν «θεσμικά εμπόδια» μόνο για όσους θα ήθελαν να ασκούν την πολιτική με μακιαβελικούς όρους.

Επομένως, το ερώτημα «αν το νόμιμο είναι και ηθικό» μπορεί να αποτελεί συνειδησιακό πρόβλημα για τον καθένα μας, δεν μπορεί όμως να τίθεται για τους πολιτικούς, δεν μπορούμε από αυτούς να ζητάμε άλλη ηθικότητα πέρα από την τήρηση των νόμων και τον σεβασμό των θεσμών - μου φαίνεται ότι αυτό είναι το νόημα της δημοκρατίας, στον βαθμό που προσπαθεί να απαλύνει, να εξανθρωπίσει θα έλεγα, τη βιαιότητα των πολιτικών σχέσεων.
Στις δημοκρατίες, απέναντι στο συμφέρον των πολιτικών, που εμφανίζεται συχνά ως «κρατικό συμφέρον», εμφανίζεται το δημόσιο συμφέρον, αυτό της κοινωνίας των πολιτών του Μαρξ και του Χέγκελ, δηλαδή αυτών που εμπλέκονται σε οικονομικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, των μη πολιτικών συλλογικοτήτων - της «ιδιωτικής κοινότητας» (ή αστικής, bürgerliche Gesellschaft) θα λέγαμε, σε αντιδιαστολή με την «πολιτική κοινότητα» που συνιστά το κράτος.

Δημόσιο συμφέρον

Θεωρητικά, το κράτος υπάρχει ακριβώς για να υπηρετεί τα συμφέροντα αυτής της κοινότητας, την ασφάλειά της και την τάξη αρχικά, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη στη συνέχεια.

Προφανώς, δεν υπάρχει ενιαία αντίληψη για το τι συνιστά «δημόσιο συμφέρον» - υπάρχουν διαιρέσεις στην «ιδιωτική κοινότητα»: κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές. Ολα σχεδόν τα κόμματα ισχυρίζονται ότι υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, ακόμα και αυτά, όπως το ΚΚΕ (ή ο ΣΥΡΙΖΑ ενίοτε), που δηλώνουν ταξικά - διότι, λένε αυτά, το δημόσιο συμφέρον θα εξυπηρετηθεί άριστα με την άνοδο του προλεταριάτου (ή του «λαού») στην εξουσία διότι «εκφράζει τα καθολικά συμφέροντα της ανθρωπότητας».

Νομίζω ότι αυτή είναι η μέγιστη ηθικότητα που μπορούμε να απαιτήσουμε από τους πολιτικούς και τα κόμματα: να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, με όποια έννοια και αν το αντιλαμβάνονται, και όχι το δικό τους συμφέρον, το μακιαβελικό συμφέρον της κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας. Τα κόμματα να είναι «κόμματα καθεαυτά» και όχι «κόμματα για τον εαυτό τους».

Πέρα όμως από τους θεσμούς του κράτους που επιβάλλουν, εφόσον οι πολιτικοί τους επιτρέπουν να λειτουργήσουν, τη «θεσμική ηθικότητα», αυτήν της έννομης τάξης, του «κράτους δικαίου», στις δημοκρατίες υπάρχουν και διαδικασίες της «ιδιωτικής κοινότητας» που ελέγχουν τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η πολιτική και επομένως ελέγχεται η ηθική των πολιτικών ως προς το δημόσιο συμφέρον, με σπουδαιότερο τη δημοσιότητα που «είναι η ψυχή της δημοκρατίας», κατά τον Ιάκωβο Μάγερ, τον ελβετό δημοκράτη που ήρθε να υπηρετήσει την επανάσταση και εξέδιδε τα «Ελληνικά Χρονικά» στο πολιορκημένο Μεσολόγγι ως την ημέρα που καταστράφηκε το τυπογραφείο του. Σκοτώθηκε στην Εξοδο μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του.

Σημαντικότερο μέσο δημοσιότητας είναι βέβαια ο Τύπος, τα μέσα επικοινωνίας - και μόνο με αυτή την έννοια συνιστούν «τέταρτη εξουσία»: αναλαμβάνουν τη δημόσια κριτική και τον έλεγχο της πολιτικής έξω από τα επαγγελματικά πλαίσια άσκησής της, όπως γίνεται στη Βουλή μεταξύ κυβέρνησης-αντιπολίτευσης. Επομένως, ο Τύπος έρχεται να εκφράσει την «κοινή γνώμη», να διεκδικήσει το δημόσιο συμφέρον και να ελέγξει την ηθικότητα πολιτικών και κομμάτων - ως προς αυτό, όχι ως προς την ιδιωτική τους ζωή, φυσικά. Παλαιότερα αυτό συνέβαινε στο όνομα κάποιου κόμματος, ήταν η εποχή του «κομματικού Τύπου», όταν οι εφημερίδες αποτελούσαν ουσιαστικά όργανα κομμάτων ή πολιτικών. Αυτή η εποχή τέλειωσε στη Δυτική Ευρώπη το αργότερο στις αρχές του 20ού αιώνα, στη χώρα μας έληξε στα τέλη του.

Επίδοξοι Μακιαβέλι

Αρα οι δημοσιογράφοι, πρωτίστως οι σχολιαστές και αρθρογράφοι, αλλά και όσοι πανεπιστημιακοί ή άλλοι δημοσιολογούν, είναι υποχρεωμένοι, όπως και τα κόμματα, να επικαλούνται το δημόσιο συμφέρον και να ελέγχουν τη σχετική ανηθικότητα, προφανώς από διαφορετική οπτική ο καθένας, αυτό σημαίνει ανταγωνιστική δημοκρατία. Να στηλιτεύουν το «ανήθικο», να επαινούν το «ηθικό» - αυτό το τελευταίο ακόμα, ίσως κυρίως, όταν προέρχεται από αντιπάλους. Σίγουρα όμως δεν είναι συμβουλάτορες του ηγεμόνα, να του εξηγούν τι πρέπει να κάνει για να κερδίσει και να διατηρήσει την εξουσία.  

Μπορεί να επιθυμούν να γίνουν βέβαια - και αυτό το διακρίνει κανείς σε αρθρογράφους που δίνουν συμβουλές σε πολιτικούς ηγέτες και κόμματα όχι από τη σκοπιά του «δημοσίου συμφέροντος» αλλά από τη σκοπιά του τι συμφέρει τον ηγεμόνα - το πολιτικό πρόσωπο ή τον «συλλογικό ηγεμόνα» που (θα ήθελε να) είναι το κόμμα. Για παράδειγμα, σημασία δεν έχει αν τυχόν εκλογές θα διαλύσουν την οικονομία, άρα δεν είναι προς το δημόσιο συμφέρον να γίνουν· πρέπει να γίνουν γιατί οι άλλοι «καταστρέφουν τη χώρα» - δηλαδή, όλα δείχνουν ότι θα τις κερδίσουμε. Οπως ακριβώς είχε γίνει το 2012 και το 2015.

Αυτό που δεν ξέρουν ίσως οι επίδοξοι Μακιαβέλι είναι ότι ο άτυχος Φλωρεντινός, έχοντας αρχικά υπηρετήσει τη Δημοκρατία της πόλης του σαν ανώτατος υπάλληλος, μετά την ανατροπή των Μεδίκων, απολύθηκε, συνελήφθη, βασανίστηκε και εξορίστηκε από τους Μεδίκους όταν παλινορθώθηκαν - και ο Ηγεμόνας συνιστά δήλωση μετανοίας: μια θέση στην αυλή του Λορέντσο (εγγονού του Μεγαλοπρεπούς) ζητά ο ταλαιπωρημένος Νικολό Μακιαβέλι, για αυτόν γράφει το βιβλίο με τις οδηγίες και του το αφιερώνει. Δεν θα του τη δώσουν, θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να πάρει κάποιο κρατικό αξίωμα - αλλά αυτό έγινε λίγο πριν από την ανατροπή των Μεδίκων από τους παλιούς του φίλους, τους δημοκρατικούς· που με τη σειρά τους τον απέπεμψαν. Δάσκαλε που δίδασκες...

Θέλω να πω, οι πολιτικοί δεν έχουν ανάγκη τους γραφιάδες, δημοσιογράφους ή πανεπιστημιακούς ή άλλους διανοούμενους, να τους συμβουλέψουν, να τους παροτρύνουν να ασκήσουν την «ανήθικη» πλευρά της δραστηριότητάς τους, αυτήν που αγνοεί το δημόσιο συμφέρον. Αυτήν την ξέρουν πολύ καλά. Κριτική ή έπαινο έχουμε υποχρέωση να τους προσφέρουμε, προφανώς από τη σκοπιά μας ο καθένας. Μόνο έτσι ίσως γίνει κάπως ηθικότερη η, εντελώς ανήθικη, πολιτική αντιπαράθεση των τελευταίων χρόνων που άφησε ερειπωμένη τη χώρα.

http://www.tovima.gr/

25-4-2018

Η υποκουλτούρα της κουλτούρας
Ο Πολιτισμός είναι τρόπος ζωής και όχι αποτέλεσμα εφήμερης πολιτικής τακτικής


Η λέξη υποκουλτούρα προέρχεται από την αγγλική λέξη «subculture». Ετυμολογικά προέρχεται από την πρόθεση υπό και την λέξη κουλτούρα, δηλώνοντας την υποκατηγορία μιας γενικότερης κουλτούρας
Οι υποκουλτούρες συγκεντρώνουν άτομα με παρόμοιες ιδέες και απόψεις που αισθάνονται παραμελημένα από τα κοινωνικά πρότυπα και τους επιτρέπεται, μέσω της ομάδας που δημιουργούν, να αναπτύξουν αίσθηση ταυτότητας.

ΜΕΡΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 

ž  - Τα μέλη μιας υποκουλτούρας συχνά εκφράζουν τη συμμετοχή τους μέσα από μια χαρακτηριστική και συμβολική χρήση του στυλ, το οποίο περιλαμβάνει δική τους μόδα, επιτήδευση και αργκό.
ž  - Μετακινούνται από την κατοικία προς μη οικιακές μορφές ένταξης (δηλαδή κοινωνικές ομάδες πέρα από την οικογένεια),
ž  - Διακρίνονται για τους υφολογικούς τους δεσμούς με την υπερβολή και τη μεγαλοποίηση (με ορισμένες εξαιρέσεις),
ž  - Χαρακτιρίζονται για την  απόρριψη των κοινοτοπιών της καθημερινότητας και της μαζικοποίησης.