Γράφει: Βάσω Μιχοπούλου
Στη σκιά της πρόσφατης τρομοκρατικής επίθεσης στην παγκόσμια πρωτεύουσα της ελεύθερης σκέψης, στο Παρίσι, όπου σε κάθε ιστορικό βήμα κατέφυγαν εκεί πολιτικοί αυτοεξόριστοι, διαφωνούντες με τα πολιτικά καθεστώτα που επικρατούσαν στις χώρες τους, όπου περισσότερο από οπουδήποτε αλλού επιτεύχθηκε η απόλυτη ανεξιθρησκία, όπου για χρόνια η πολυπολιτισμικότητα αποτελεί δύναμη για δημιουργία και πολιτιστική ανάπτυξη, όπου ο αέρας μυρίζει ελευθερία και δημοκρατία, έρχεται συμβολικά ο Νοέμβρης του 2015, όπως και ο Νοέμβρης του 1973, να θρηνήσουμε και πάλι θύματα, αθώες ψυχές.
Και αυτό είναι ακόμη πιο σκληρό για τους πρωταγωνιστές των γεγονότων του Πολυτεχνείου, γιατί βλέπουν πως όλα αυτά για τα οποία πάλεψαν, και μάλιστα κάποιοι τα πλήρωσαν με τη ζωή τους, όχι μόνο αμφισβητούνται, αλλά δυστυχώς απειλούνται και αυτό είναι πολύ οδυνηρό.
Έτσι περιγράφει τα συναισθήματά της η Μέλπω Λεκατσά, παρακολουθώντας και αυτή με κομμένη την ανάσα την δυσάρεστη επικαιρότητα, σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις της από εκείνο τον μαύρο Φεβρουάριο του '73, που ως φοιτήτρια στο 3ο έτος της Φαρμακευτικής χόρευε στην ταράτσα του κτιρίου της Νομικής ανεμίζοντας ένα κόκκινο σάλι: «Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά, αυτοί που την πληρώνουν είναι οι νέοι, γιατί αυτοί που κάθονται στις καρέκλες τους και παίρνουν αποφάσεις που κάποιες από αυτές ίσως να είναι και η αιτία αυτών των τρομοκρατικών φαινομένων δεν παθαίνουν τίποτα.
Αν με ρωτήσετε θα σας πω πως δεν κλαίω για αυτά που πέρασα, για τα βασανιστήρια και τον εξευτελισμό που υπέστην, για τους αφόρητους πόνους από τους απανωτούς ξυλοδαρμούς πάνω στο κορμί μου, για τον εφιάλτη που έζησα στη φυλακή.
Πάντα θα υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων που θα βγουν πρώτοι έξω για να αντιδράσουν και μακάρι κάθε φορά αυτοί οι πρωτοπόροι να είναι και περισσότεροι και αυτή η πρωτοπορία αναίμακτη, αν και η ιστορία αυτό δεν το εγγυάται. Κλαίω γιατί εδώ τα πράγματα αγριεύουν όλο και πιο πολύ και ο εχθρός δεν είναι προφανής. Τον εχθρό τον πολεμάς καλύτερα όταν τον γνωρίζεις κι εμείς δεν ξέρουμε ποιος καλά-καλά είναι.
Πιθανώς, πέρα από τους φανατικούς του Ισλάμ, να συγκαταλέγονται στους εχθρούς μας ακόμη και κυβερνήσεις, γιατί με τις αποφάσεις τους προκαλούν ίσως τέτοιου είδους φανατικές αντιδράσεις. Προσωπικά δεν δικαιολογώ τον φανατισμό από όπου και αν προέρχεται. Νομίζω όμως, τελικά ότι η μόνη λύση στο σημείο που έχουμε φτάσει είναι να αφήσουμε τους λαούς να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, είτε μας αρέσουν, είτε δεν μας αρέσουν οι ηγέτες τους, αφού αποδείχθηκε ότι οι επεμβάσεις μας δε λύνουν τα προβλήματα».
Η Μέλπω Λεκατσά όχι μόνο συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, αλλά ήταν υπεύθυνη για το νοσηλευτήριο που είχε στηθεί. Εκεί μέσα περιποιήθηκε τους τραυματίες φίλους και συναγωνιστές της, τους έδωσε κουράγιο, σε κάποιες περιπτώσεις αναγκάστηκε να βγάλει σφαίρες από τα καταπονημένα σώματα κάποιων που στην πορεία κατέληξαν, κι όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που συνελήφθη από το ΕΑΤ - ΕΣΑ, παραμονές Χριστουγέννων του 1973 στο σπίτι της στην οδό Αμοργού στα Πατήσια.
Στους 3,5 μήνες που παρέμεινε στη φυλακή έδωσε έναν άνισο αγώνα όχι μόνο με τους βασανιστές της, αλλά και με τον ίδιο της τον εαυτό για να επιβιώσει, και τελικά τα κατάφερε. Αποφεύγει να μιλάει για εκείνα τα χρόνια όχι γιατί θέλει να ξεχάσει αλλά γιατί, όπως λέει, «κάθε χρόνο η επέτειος του Πολυτεχνείου τη βαραίνει ακόμη περισσότερο», ειδικότερα σε μια περίοδο που και η χώρα μας έχει εμπλακεί σε μεγάλες περιπέτειες: «Έχω ξεκαθαρίσει ότι ήθελα να είμαι πάντα αριστερά της δεξιάς, αλλά όχι στα άκρα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως κάθε φορά, πριν σταθώ μπροστά από την κάλπη δεν ζυγίζω τις συνθήκες και τις εκάστοτε περιστάσεις. Σχετικά με το πολιτικό επίπεδο αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, θα έλεγα πως βρισκόμαστε στην "Ώρα μηδέν". Την εποχή του Πολυτεχνείου οι κίνδυνοι ήταν εμφανείς και ζούσαμε με το όραμα ότι τα πράγματα κάποια στιγμή θα καλυτέρευαν.
Με το ίδιο όραμα ζούσαμε και πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου, ακόμη και μετά. Πιστέψαμε ότι θα ερχόταν μια κυβέρνηση με πιο ανθρώπινο πρόσωπο να διαχειριστεί τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που πιθανώς συντηρητικές κυβερνήσεις - και δεν ταυτίζω μόνο τη δεξιά με τον συντηρητισμό - είχαν δημιουργήσει. Εδώ όμως δεν κυβερνάει η αριστερά. Εδώ, γενικά, δε βλέπουμε καμία διαχείριση, ακόμη και για θέματα που θεωρητικά τα ανάγουμε σε αξίες, όπως η υγεία και η παιδεία. Θα μου πείτε πως κυβερνάει η τρόικα. Το ξέραμε αυτό. Κανείς νοήμων άνθρωπος δεν πίστευε ότι δεν θα πληρώναμε για λάθη του παρελθόντος, για αστοχίες κυβερνήσεων και για χρήματα που φαγώθηκαν από κυβερνώντες και κυρίως από τις "αυλές" τους. Εδώ όμως υπάρχουν και άλλα προβλήματα.
Γενικά, πιστεύω πως πρέπει όλοι οι άνθρωποι να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες και δυνατότητες, αλλά, για παράδειγμα, είναι αδύνατο να δεχτώ να ζω σε έναν κόσμο χωρίς αξιοκρατία, όπως εξακολουθεί να συμβαίνει. Δεν μπορείς να τα ισοπεδώνεις όλα. Δεν είναι στάχια οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι, οι ανθρώπινοι χαρακτήρες, για να πάρεις ένα δρεπάνι και να τους ισοπεδώσεις».
Ημερολόγιο του πόνου σε περιτύλιγμα σοκολάτας…
«Επί τρεις μέρες και επειδή δεν είχαν κελιά με έβαλαν όρθια σε ένα πρόχειρο παράπηγμα με χάρμποντ (πεπιεσμένο χαρτί). Τρεις μέρες. Μετά με κλείσανε σε ένα κελί λευκό. Το μοναδικό που ήταν λευκό. Ξύλο, ανακρίσεις, εξευτελισμοί», θυμάται η ίδια. Ο γιατρός κάποια στιγμή της έδωσε δύο σοκολάτες και δύο φρυγανιές. Το περιτύλιγμα εκείνης της σοκολάτας έγινε το ημερολόγιο της φυλακής της και η μοναδική απόδραση του μυαλού της, όταν δεν βασανιζόταν από τους δήμιους της χούντας.
«Είκοσι και μία μέρες φυλακή σήμερα, ακριβώς όσες και τα χρόνια μου... Είναι η τέταρτη κατά σειρά εβδομάδα στη φυλακή. Σήμερα χιονίζει. Το 'νιωσα από το ιδιαίτερο ψύχος του κελιού μου και ντύθηκα "με τις γούνες μου". Το είδα να πέφτει μαζί με βροχή από τον φεγγίτη. Μερικά πουλιά έχουν από ώρα έρθει και τιτιβίζουν. Ψάχνουν μια ζεστή γωνίτσα. Αν μπορούν βέβαια να υποψιαστούν τι ζεστά είναι εδώ μέσα θα προτιμούσαν να καθίσουν έξω όπου τουλάχιστον είναι ελευθέρα», διαβάζει σήμερα σε εκείνο το παλιό χαρτί σοκολάτας λέγοντας πως δεν έβαλε στόχο στη ζωή της να γίνει ηρωίδα. Αντίθετα, ακόμη αναρωτιέται για αυτό…
«Συνεχώς υποβάλλω τον εαυτό μου στην ιδέα ότι πρέπει να μη καταθέσω, ν' αντέξω, να υπομείνω. Σκέφτομαι όλους αυτούς τους ανθρώπους που άντεξαν φυλακίσεις, βασανιστήρια και προσπαθώ να πάρω κουράγιο.
Αφού μπόρεσαν τόσοι θα τα καταφέρω και 'γω. Μετά με ζώνει η αγωνία. Μήπως δεν έχω στόφα ηρωίδας;», γράφει στο περιτύλιγμα: «Ό,τι μας συμβαίνει στη ζωή μας είναι ένα μάθημα. Από όλα μαθαίνουμε, ο άνθρωπος και ο χρόνος είναι πανδαμάτορες. Και αντέχουμε πολύ περισσότερα από όσα νομίζουμε ότι θα αντέξουμε. Πριν με συλλάβουν κρυβόμουν στο σπίτι μιας ηλικιωμένης και κοιμόμουν στο ρετιρέ. Όταν κουνιόνταν τα μανταλάκια στα σύρματα από τον αέρα νόμιζα ότι θα έρθουν οι στρατιώτες να με συλλάβουν. Εκεί συνειδητοποίησα ότι η αναμονή του κακού είναι πιο φθοροποιός από το ίδιο το κακό.
Το κακό, όταν έρθει, το αντιμετωπίζεις. Ακόμη και να μην έχεις δύναμη γίνεσαι δυνατός, εξάλλου κανείς δεν έχει DNA ήρωα. Είχα έναν συγγενή που αναγκάστηκε μετά από σκληρά βασανιστήρια να υπογράψει. Αργότερα αυτοκτόνησε γιατί ντρεπόταν επειδή λύγισε. Δε θεωρώ ότι το να λυγίζεις είναι κατακριτέο. Είναι ανθρώπινο να σε νικά το σώμα σου.
Κι εγώ δεν πίστευα ότι θα κρατούσα, ότι δεν θα λύγιζα, αλλά και να λύγιζα αυτό δεν θα με βάραινε. Αυτό που θα με βάραινε θα ήταν το ρουφιανιλίκι, αν γινόμουν αιτία να σκοτωθεί κάποιος», λέει χαρακτηριστικά η Μέλπω του Πολυτεχνείου και δηλώνει πως ακόμη και τώρα θα ξανάβγαινε στους δρόμους αν χρειαζόταν. «Η Μέλπω πάντα θα βγαίνει στους δρόμους γιατί είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας, είναι στο κύτταρό μου με τη διαφορά ότι τότε ήμουν νέα και αψηφούσα τους πόνους.
Σκεφτόμουν πως κατά σύμπτωση το σύνθημα του Πολυτεχνείου "Ψωμί, παιδεία, ελευθερία", είναι τώρα πιο επίκαιρο από ποτέ. Υπάρχουν σήμερα οικογένειες που στερούνται το ψωμί, υπάρχουν παιδιά που δεν μορφώνονται, όσο για το θέμα της ελευθερίας, αυτό ισχύει μόνο στους τύπους και απόδειξη είναι τα γεγονότα στο Παρίσι.
Φανταστείτε στη χώρα του Διαφωτισμού οι άνθρωποι να κλείνονται στα σπίτια τους από φόβο. Για ποιά ελευθερία μιλάμε; Από τον Νοέμβριο του 1973 φτάσαμε στον Νοέμβριο του 2015 να συζητάμε για τα ίδια πράγματα. Αλλά με τον τρόπο που έχουμε διαχειριστεί την κατάσταση, δεν ξέρω πόσοι από μας θα σηκωθούν από τον καναπέ τους για να βγουν στο δρόμο, γιατί εκτός από το φόβο υπάρχει και η απογοήτευση. Ξεκινάμε πάλι από το μηδέν αλλά χωρίς ελπίδα!»
Κι όμως η ζωή τα …βολεύει μαγικά
«Νιώθω σπασμούς σ' όλο μου το σώμα. Είμαι τρομερά αδύναμη. Τα πόδια μου είναι σε τραγικά χάλια. Μελανιασμένα, δεν με κρατούν ούτε να φτάσω μέχρι τις τουαλέτες. Επειδή κουράστηκαν να με σέρνουν μου έδωσαν ένα σκουριασμένο τενεκεδάκι να εξυπηρετούμαι μόνη μου. Πονάω παντού και κυρίως στο κεφάλι. Τ' αυτιά μου βουίζουν. Σχεδόν δεν ακούω. Συγκριτικά αυτό είναι πλεονέκτημα για να μην τρελαίνομαι από τα ουρλιαχτά του πόνου και της απελπισίας που με ζώνουν», περιγράφει με λεπτομέρειες η Μέλπω στο περιτύλιγμα της σοκολάτας. «Εγώ από τον Μάιο του 1973 κρυβόμουν.
Πέρασα από πολλά σπίτια κρυψώνες. Από σπίτια δεξιών, κεντρώων, αριστερών και σε όλους αυτούς τους ανθρώπους χρωστάω ευγνωμοσύνη. Εξάλλου είναι γνώρισμα των Ελλήνων να ανοίγουν τα σπίτια τους και τις καρδιές τους. Πολλοί ήταν αυτοί που ήθελαν να βοηθήσουν αλλά επικρατούσε φόβος. Κάθε εβδομάδα άλλαζα στέκι, φορούσα περούκα, μεταμφιεζόμουν, αλλά δεν το έβαζα κάτω», συμπληρώνει η ίδια και συνεχίζει να διαβάζει ένα ακόμη απόσπασμα από το ματωμένο ημερολόγιο φυλακής...
«Μου είπατε πολλές φορές ότι λυπάστε για τη στάση μου. Να λυπάστε το έθνος που ονομάζει τον βίαιο άνθρωπο ήρωα και θεματοφύλακα των ιδανικών του. Η ζωή όμως χαμογελά στην επόμενη μέρα κι ας σέρνουμε εμείς τις αλυσίδες μας. Είμαι πολύ νέα και άπειρη για να μιλήσω για τα μεγάλα και σημαντικά της ζωής. Όμως εδώ κι αρκετό καιρό τα ιδανικά μου σμιλεύουν την ψυχή μου, της δίνουν νέα μορφή και εκείνη πλάθει τη μοίρα μου. Θα συνεχίσω να τραγουδώ τη ζωή και τα χαμένα μου όνειρα και σεις να ψάχνετε για τους εχθρούς του έθνους», λέει γραπτά η Μέλπω στους βασανιστές της, για τους οποίους, όπως λέει, δεν κρατάει μίσος πια. «Η φυλάκισή μου στο ΕΑΤ - ΕΣΑ είναι ό, τι μελανότερο έχει απομείνει στην ψυχή μου από αυτήν την περίοδο. Δεν ξεχνάς ποτέ, απλά η ζωή σε κάνει να μαλακώνεις. Το ότι δε ξεχνάς, το συνειδητοποίησα πρόσφατα με αφορμή το καινούργιο μυθιστόρημα του καθηγητή Γιώργου Παξινού με τίτλο "Κατ' εικόνα" που θα κυκλοφορήσει τον επόμενο μήνα. Ένα κομμάτι του βιβλίου βασίστηκε σε κάποια γεγονότα της ζωής μου.
Όταν ο καθηγητής μου έδωσε να διαβάσω το κεφάλαιο που αφορούσε τη ζωή μου, για να κάνω τις παρεμβάσεις μου, δυστυχώς δεν μπόρεσα να το κάνω. Θα το καταλάβετε όταν θα το διαβάσετε κι εσείς. Θα διαβάσετε για πράγματα που δεν φαντάζεστε ότι μπορεί να συμβαίνουν σε έναν άνθρωπο από άλλον άνθρωπο. Κατά σύμπτωση δύο από τους βασανιστές της ΕΣΑ, ο ένας υπάλληλος του ΟΤΕ και ο άλλος ελεύθερος επαγγελματίας ήρθαν μετά από πολλά χρόνια να ψωνίσουν στο φαρμακείο μου. Ο ένας ήταν συντετριμμένος. Έσκυψε μου φίλησε τα χέρια και μου ζήτησε συγγνώμη ρωτώντας με τι πρέπει να κάνει για να τον συγχωρήσω. Τίποτε του είπα τίποτα, το έχω κάνει ήδη».
Η εξαργύρωση του αγώνα
Το “εμείς” των νέων του Νοέμβρη του '73 που καθόρισε τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις της χώρας μας, ξεχάστηκε αργότερα και ο καθένας έζησε το “εγώ” του σε μια προσωπική διαδρομή που ο ίδιος επέλεξε. Η διαδρομή της νεαρής τότε φοιτήτριας της Φαρμακευτικής, που στάθηκε όπως έπρεπε στο ύψος των περιστάσεων και δεν εξαγόρασε τον αγώνα της, ήταν διακριτική. Έγινε φαρμακοποιός, παντρεύτηκε, βίωσε το μεγαλείο της μητρότητας, έκανε μια ωραία οικογένεια και κέρδισε το στοίχημα για τη ζωή.
Μπορεί να μην ασχολήθηκε με την ενεργό πολιτική από συνειδητή επιλογή, αλλά δεν δέχτηκε ποτέ την αμφισβήτηση της δικής της γενιάς και την ταύτισή της με τις κατά καιρούς πολιτικές αστοχίες κάποιων συναγωνιστών της που αναμείχθηκαν με αυτήν. «Αυτό είναι μια ψευδεπίγραφη άποψη που έχει τεθεί πολλές φορές. Όταν μιλάμε για τη γενιά του Πολυτεχνείου εννοούμε περίπου 1.000 φοιτητές και 1500-2000 πολίτες κάθε ηλικίας, ακόμη και μαθητές, χωρίς φοιτητική ιδιότητα που μπήκαν στο Πολυτεχνείο να βοηθήσουν. Μιλάμε για μια γενιά με καλά μυαλά και με πολύ θάρρος και ψυχική δύναμη που εξεγέρθηκε.
Πόσους από αυτούς τους πρωταγωνιστές είδατε μετέπειτα να συμμετέχουν στην εξουσία; Ελάχιστους. Ναι, κάποιοι μπήκαν στην Πολιτική, κάποιοι έγιναν στελέχη του ΠΑΣΟΚ και καλά έκαναν. Αν δεν έμπαιναν αυτοί που ήταν μορφωμένοι και που αγωνίστηκαν, ποιοί θα έπρεπε να μπουν, αυτοί που κάθονταν στα σπίτια τους και δεν έβαλαν ούτε μια υπογραφή για να πέσει η χούντα; Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που βολεύτηκαν και που εξαργύρωσαν τον αγώνα. Για μένα εξαργυρώνεις τον αγώνα σημαίνει πως δεν αξίζεις το αξίωμα που σου δίνεται επειδή δεν το χρησιμοποιείς για το κοινό καλό, αλλά για προσωπικό σου όφελος. Ο τρόπος διαχείρισης της εξουσίας μετράει και όχι η ίδια η εξουσία. Θα μου πεις βέβαια ότι η εξουσία μπορεί να αλλάζει τους ανθρώπους. Δε ξέρω αν τους αλλάζει ή αν τελικά βγάζει προς τα έξω το αληθινό τους πρόσωπο.
Το θέμα είναι να είναι χρήσιμοι στη κοινωνία και όχι να τη κοροϊδεύουν».
Η Μέλπω Λεκατσά συνεχίζει να δέχεται κατά καιρούς πολλές προτάσεις για να αναλάβει ενεργό δράση στο χώρο της Πολιτικής, αλλά αρνείται πεισματικά: «Δεν με ενδιαφέρει να γίνω πολιτικός, εξάλλου δεν είμαι εγγεγραμμένη σε κάποιο κόμμα. Ασκώ εδώ και χρόνια ένα ανθρωπιστικό επάγγελμα μέσα από το οποίο βοηθάω τους συνανθρώπους μου όπως μπορώ. Για μένα το στοίχημα ήταν να κερδίσω τη νίκη της μητρότητας, γιατί εξαιτίας των σωματικών βασανιστηρίων κινδύνεψα να μην κάνω παιδιά, και κατόπιν να αφοσιωθώ στη δουλειά μου. Για πολλά χρόνια είχα γυναικολογικά προβλήματα και ατέλειωτες αιμορραγίες, ζούσα με 30 αιματοκρίτη. Στη φυλακή έφτασα 43 κιλά. Η μεγάλη νίκη μου κατά των βασανιστών είναι ότι κέρδισα το στοίχημα με τη ζωή. Δεν τους έκανα τη χάρη».
Σήμερα, η Μέλπω του Πολυτεχνείου, πιο δυνατή και πιο ώριμη λέει πως δεν μετάνιωσε για ό, τι έκανε, μόνο γιατί το ότι πίκρανε τους δικούς της, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει και στο χαρτί της ΙΟΝ: «Αγαπημένοι μου γονείς και τρυφερή μικρή μου αδελφούλα. Πεθαίνω στη σκέψη ότι ζείτε ένα συνεχές δράμα κι εγώ είμαι υπεύθυνη. Σκέφτομαι τους γονείς όλων των παιδιών που χάθηκαν και χάνονται μέσα σ' ένα κλίμα παραφροσύνης και ωμής βίας και μένω αποσβολωμένη». Όμως, η Μέλπω Λεκατσά δεν πονάει πια.
Έχει κατορθώσει να νικήσει τους πόνους του σώματος της και να προσπεράσει τις μαύρες σελίδες του βιβλίου της ζωή της, όμως εξακολουθεί να σκέφτεται τους γονείς όλων των παιδιών που εξακολουθούν να χάνονται μέσα σ' ένα κλίμα παραφροσύνης και ωμής βίας σε όλο τον κόσμο. Στο φαρμακείο της στην Πατησίων, λίγο πιο κάτω από το Πολυτεχνείο δεν πλασάρει τον εαυτό της ως ηρωίδα. Δεν το έκανε ποτέ.
Όμως είναι πάντα εκεί και κατά κάποιο τρόπο, έστω και από απόσταση "περιφρουρεί" τις αξίες της, γιατί πιστεύει ότι δεν πρέπει κάποιος να αποχωρεί νωρίς από τον αγώνα. «Όσο βρίσκεσαι σε αυτόν τον κόσμο και αντέχεις, πρέπει να παλεύεις!» μου λέει και μου κλείνει πονηρά το μάτι.
πηγή http://www.imerisia.gr/