Η πεποίθηση ότι η ευλογιά είναι μια πολύ αρχαία λοιμώδης νόσος πιθανώς πρέπει να αναθεωρηθεί.
Επιστήμονες, που ανακάλυψαν τον φονικό ιό σε μια παιδική μούμια του 17ου αιώνα στη Λιθουανία και τον μελέτησαν, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι η ασθένεια έχει ηλικία μάλλον εκατοντάδων παρά χιλιάδων ετών.
Η αντίληψη ότι η ευλογιά έχει ιστορία χιλιάδων ετών, βασίσθηκε κυρίως σε παλαιές περιγραφές συμπτωμάτων των ανθρώπων που είχαν αρρωστήσει επιδημίες (σε Αίγυπτο, Κίνα, Ινδία, Ρώμη και αλλού), τα οποία έμοιαζαν με εκείνα την ευλογιάς. Για παράδειγμα, ουλές σε πρόσωπα μουμιών από την Αίγυπτο, έχουν θεωρηθεί ένδειξη για επιδημία ευλογιάς πριν από 3.000 έως 4.000 χρόνια. Όμως πάντα υπήρχε το περιθώριο λάθους, καθώς τα συμπτώματα ίσως αφορούσαν άλλες νόσους (π.χ. την ιλαρά ή την ανεμοβλογιά).
Οι ερευνητές από πολλές χώρες, με επικεφαλής τον καθηγητή εξελικτικής βιολογίας Έντουαρντ Χολμς του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας «Current Biology», πήραν άδεια από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για να μελετήσουν δείγματα του παθογόνου μικροοργανισμού της ευλογιάς, που εντοπίσθηκαν σε μουμιοποιημένο παιδί, το οποίο είχε βρεθεί σε μια κρύπτη της Δομινικανής Εκκλησίας του Αγίου Πνεύματος στο Βίλνιους. Η ανάλυση με ραδιενεργό άνθρακα έδειξε ότι το παιδί πέθανε περίπου το 1650 μ.Χ., σε μια εποχή που η ευλογιά εξαπλωνόταν στην Ευρώπη.
Οι επιστήμονες κατάφεραν να «διαβάσουν» (αλληλουχίσουν) πλήρως το γονιδίωμα του ιού (Variola virus) που προκαλεί την ευλογιά και στη συνέχεια -συγκρίνοντάς το με πρόσφατα στελέχη του ιού από τον 20ό αιώνα- μπόρεσαν να «χαρτογραφήσουν» την εξέλιξή του. Πρόκειται για τον αρχαιότερο ανθρώπινο ιό που έχει ποτέ αποκωδικοποιηθεί (το παλαιότερο έως τώρα ήταν βακτηριακό DNA ηλικίας 1.600 ετών περίπου).
Παρ' όλα αυτά ο ιός δεν είναι τόσο αρχαίος όσο θα περίμενε κανείς. «Το απολίθωμα μας αποκαλύπτει πως στην πραγματικότητα η εξελικτική ιστορία του ιού είναι πολύ πιο πρόσφατη από ό,τι νομίζαμε έως τώρα: μόνο μερικών εκατοντάδων χρόνων και όχι χιλιάδων», δήλωσε ο Έ. Χολμς.
Πρόσθεσε όμως ότι, προς το παρόν, είναι αδύνατο να πει κανείς από πού προήλθε η ευλογιά (από κάποιο ζώο ή από μετάλλαξη σε άνθρωπο), ποιος ήταν ο πρόγονος του ιού και πότε ακριβώς πρωτοεμφανίσθηκε στους ανθρώπους. Η νέα εκτίμηση είναι ότι αυτό συνέβη μεταξύ του 1588 και του 1654 μ.Χ., δηλαδή η εμφάνισή του -«βολικά» για την εξάπλωση του ιού- συνέπεσε με την εποχή των ανακαλύψεων νέων εδαφών, των μεταναστεύσεων και της πρώτης παγκοσμιοποίησης. Οι επιστήμονες σκοπεύουν να ψάξουν και σε άλλες μούμιες για να φωτίσουν περισσότερο το ζήτημα, καθώς θεωρείται σημαντικό.
Η ευλογιά υπήρξε μια από τις πιο θανατηφόρες ασθένειες που έπληξαν ποτέ την ανθρωπότητα, προκαλώντας πολλά εκατομμύρια θανάτους. Η ανάπτυξη εμβολίου άρχισε μετά τα πρώτα πειράματα του Έντουαρντ Τζένερ το 1796.
Το τελευταίο γνωστό περιστατικό καταγράφηκε στη Σομαλία το 1977 και επισήμως η νόσος θεωρήθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ότι εξαλείφθηκε το 1980 μετά από μια παγκόσμια εκστρατεία εμβολιασμών (θεωρείται η μόνη ανθρώπινη νόσος που εξαφανίσθηκε μετά από εμβολιασμό). Μερικά αποθέματα του τρομερού ιού φυλάσσονται σήμερα -υπό αυστηρότατα μέτρα ασφαλείας- σε δύο εργαστήρια των ΗΠΑ και της Ρωσίας.
Τι πρέπει να ξέρετε για την ευλογιά - Οι τελευταίες συστάσεις για τον εμβολιασμό στα παιδιά
Συστάσεις Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρείας για τους Εμβολιασμούς:
Τα πολυδύναμα εμβόλια πρέπει να προτιμώνται των ολιγοδύναμων.
Τα πολυδύναμα εμβόλια πρέπει να προτιμώνται των ολιγοδύναμων.
1. Εμβόλιο Ηπατίτιδας Β (HepB):
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: Γέννηση
Χορήγηση Hepb εμβολίου στη γέννηση και μετά ακολουθεί κανονικά ο εμβολιασμός με 3 δόσεις εξαδύναμου.
Όταν η μητέρα είναι φορέας του επιφανειακού αντιγόνου του ιού της ηπατίτιδας B (HbsAg+), η 1η δόση του μονοδύναμου εμβολίου της HepB, καθώς και 0.5 ml υπεράνοσης γ-σφαιρίνης, έναντι του ιού της ηπατίτιδας Β (HBIG), πρέπει να χορηγηθούν εντός 12 ωρών από τη γέννηση. Σε περίπτωση που δεν είναι γνωστό, αν η μητέρα είναι HbsAg αρνητική, πρέπει να χορηγείται η 1η δόση του HepB εντός 12 ωρών από τη γέννηση. Στη συνέχεια, να γίνεται άμεσα έλεγχος για επιφανειακό αντιγόνο (ΗBsAg) στη μητέρα και, αν είναι θετική, να χορηγείται και HBIG στο νεογνό όχι αργότερα από την ηλικία της μιας εβδομάδος.
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: Γέννηση
Χορήγηση Hepb εμβολίου στη γέννηση και μετά ακολουθεί κανονικά ο εμβολιασμός με 3 δόσεις εξαδύναμου.
Όταν η μητέρα είναι φορέας του επιφανειακού αντιγόνου του ιού της ηπατίτιδας B (HbsAg+), η 1η δόση του μονοδύναμου εμβολίου της HepB, καθώς και 0.5 ml υπεράνοσης γ-σφαιρίνης, έναντι του ιού της ηπατίτιδας Β (HBIG), πρέπει να χορηγηθούν εντός 12 ωρών από τη γέννηση. Σε περίπτωση που δεν είναι γνωστό, αν η μητέρα είναι HbsAg αρνητική, πρέπει να χορηγείται η 1η δόση του HepB εντός 12 ωρών από τη γέννηση. Στη συνέχεια, να γίνεται άμεσα έλεγχος για επιφανειακό αντιγόνο (ΗBsAg) στη μητέρα και, αν είναι θετική, να χορηγείται και HBIG στο νεογνό όχι αργότερα από την ηλικία της μιας εβδομάδος.
2. Εξαδύναμο εμβόλιο Διφθερίτιδας - Τετάνου - ακυτταρικό Κοκκύτου - Πολιομυελίτιδας - αιμόφιλου ινφλουέντζας τύπου Β και ηπατίτιδας Β (DTaP-IPV-Hib-HepB)
Χορηγείται σε 3 δόσεις (2, 4 και 8 μηνών) και ακολουθεί μια δόση με πενταδύναμο (DTaP-Hib-IPV) 12 μήνες μετά από τη τελευταία δόση του 6-δύναμου. Το DTaP διατίθεται στην Ελλάδα σε συνδυασμό με άλλα εμβόλια ως τετραδύναμο (DTaP–IPV), πενταδύναμο (DTaP-IPV-Ηib) και ως εξαδύναμο (DTaP-IPV-Ηib-HepB). Τα πολυδύναμα εμβόλια προτιμώνται γιατί πλεονεκτούν έναντι των ολιγοδυνάμων (καλύτερη εμβολιαστική κάλυψη, ανοσοποίηση έναντι πολλών αντιγόνων και με λιγότερα τρυπήματα). Η αποτελεσματικότητα είναι η ίδια είτε γίνει πολυδύναμο ή μεμονωμένο εμβόλιο.
Χορηγείται σε 3 δόσεις (2, 4 και 8 μηνών) και ακολουθεί μια δόση με πενταδύναμο (DTaP-Hib-IPV) 12 μήνες μετά από τη τελευταία δόση του 6-δύναμου. Το DTaP διατίθεται στην Ελλάδα σε συνδυασμό με άλλα εμβόλια ως τετραδύναμο (DTaP–IPV), πενταδύναμο (DTaP-IPV-Ηib) και ως εξαδύναμο (DTaP-IPV-Ηib-HepB). Τα πολυδύναμα εμβόλια προτιμώνται γιατί πλεονεκτούν έναντι των ολιγοδυνάμων (καλύτερη εμβολιαστική κάλυψη, ανοσοποίηση έναντι πολλών αντιγόνων και με λιγότερα τρυπήματα). Η αποτελεσματικότητα είναι η ίδια είτε γίνει πολυδύναμο ή μεμονωμένο εμβόλιο.
Εμβόλιο Τετάνου - Διφθερίτιδας - Ακυτταρικό Κοκκύτη - IPV (DTaP-IPV), για παιδιά μικρότερα των 7 ετών (Tetravac).
Εμβόλιο Τετάνου - Διφθερίτιδας - Ακυτταρικό Κοκκύτη - IPV (DTaP-IPV) για παιδιά μεγαλύτερα των 7 ετών (Boostrix ή Repevax). Συνιστάται να γίνεται στην ηλικία 11-12 ετών αν έχουν περάσει τουλάχιστον 5 χρόνια από προηγούμενο εμβολιασμό με εμβόλιο που περιείχε τοξοειδές Τετάνου - Διφθερίτιδας. Όταν κυκλοφορήσει το τριδύναμο TdaP θα πρέπει να γίνεται τριδύναμο αντί του τετραδύναμου. Ακολουθούν επαναληπτικές δόσεις του Td ανά 10-ετία δια βίου. Χορήγηση 4ης δόσης Hep B συνιστάται σε πρόωρα ≤2000g που γεννιούνται από μητέρα θετική στο HbsAg. Επανάληψη όλων των δόσεων απαιτείται πολύ σπάνια, στα παιδιά θετικών μητέρων, που εμβολιάστηκαν κανονικά στη γέννηση αλλά παρουσιάζουν χαμηλό αντισωματικό τίτλο anti-HBs.
Εμβόλιο Τετάνου - Διφθερίτιδας - Ακυτταρικό Κοκκύτη - IPV (DTaP-IPV) για παιδιά μεγαλύτερα των 7 ετών (Boostrix ή Repevax). Συνιστάται να γίνεται στην ηλικία 11-12 ετών αν έχουν περάσει τουλάχιστον 5 χρόνια από προηγούμενο εμβολιασμό με εμβόλιο που περιείχε τοξοειδές Τετάνου - Διφθερίτιδας. Όταν κυκλοφορήσει το τριδύναμο TdaP θα πρέπει να γίνεται τριδύναμο αντί του τετραδύναμου. Ακολουθούν επαναληπτικές δόσεις του Td ανά 10-ετία δια βίου. Χορήγηση 4ης δόσης Hep B συνιστάται σε πρόωρα ≤2000g που γεννιούνται από μητέρα θετική στο HbsAg. Επανάληψη όλων των δόσεων απαιτείται πολύ σπάνια, στα παιδιά θετικών μητέρων, που εμβολιάστηκαν κανονικά στη γέννηση αλλά παρουσιάζουν χαμηλό αντισωματικό τίτλο anti-HBs.
3. Εμβόλιο κατά του Πνευμονιόκοκκου εμβόλιο συζευγμένο (PCV)
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 6 εβδομάδες
Το PCV συνιστάται για όλα τα υγιή παιδιά Σε βρέφη 7-11 μηνών, που καθυστέρησαν να εμβολιασθούν, συνιστώνται 2 δόσεις (PCV) με μεσοδιάστημα τουλάχιστον ενός μηνός και μία 3η επαναληπτική δόση με 13-δύναμο στην ηλικία 12-15 μηνών. Τέλος σε παιδιά μεγαλύτερα των 18 μηνών που πρωτοεμβολιάζονται συνιστώνται 2 δόσεις PCV-13, ενώ σε μεγαλύτερα των 2 ετών μία δόση PCV-13.
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 6 εβδομάδες
Το PCV συνιστάται για όλα τα υγιή παιδιά Σε βρέφη 7-11 μηνών, που καθυστέρησαν να εμβολιασθούν, συνιστώνται 2 δόσεις (PCV) με μεσοδιάστημα τουλάχιστον ενός μηνός και μία 3η επαναληπτική δόση με 13-δύναμο στην ηλικία 12-15 μηνών. Τέλος σε παιδιά μεγαλύτερα των 18 μηνών που πρωτοεμβολιάζονται συνιστώνται 2 δόσεις PCV-13, ενώ σε μεγαλύτερα των 2 ετών μία δόση PCV-13.
Σε άτομα αυξημένου κινδύνου ηλικίας 24-59 μηνών που ήδη έχουν εμβολιασθεί με PCV-7 ή PCV-10 συνιστάται μία επιπλέον δόση PCV-13. Το 23-δύναμο πολυσακχαριδικό εμβόλιο (PPSV) συνιστάται να γίνεται επιπλέον του συζευγμένου, (PCV) τουλάχιστον 2 μήνες μετά την τελευταία δόση του PCV, σε παιδιά >2 ετών με αυξημένο κίνδυνο νόσησης από σοβαρές πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις (βλέπε ομάδες υψηλού κινδύνου). Μία αναμνηστική δόση PPSV-23 συνιστάται να γίνεται 5 χρόνια μετά την 1η στα άτομα αυτά. Να υπενθυμίσουμε ότι το PPSV χορηγείται μόνο σε άτομα ηλικίας μεγαλύτερης των 2 ετών. Το εμβόλιο δε δρα σε παιδιά κάτω των 2 ετών.
4. Εμβόλιο κατά του Μηνιγγιτιδόκοκκου συζευγμένο (MCC και MCV4)
Υπάρχουν δυο είδη MCV4. Το ένα χορηγείται από την ηλικία των 12 μηνών και το άλλο από την ηλικία των 2 ετών.
Το MCC γίνεται σε δύο δόσεις στην ηλικία των 3 και 5 μηνών αντίστοιχα. Στην ηλικία των 12 μηνών χορηγείται μια δόση MCV4 και επαναλαμβάνεται στην ηλικία των 12 ετών. Το MCV4 συνιστάται από την ηλικία των 12 ετών έως και 59 ετών, ανεξάρτητα αν έχει προηγηθεί εμβολιασμός με MCC.
Υπάρχουν δυο είδη MCV4. Το ένα χορηγείται από την ηλικία των 12 μηνών και το άλλο από την ηλικία των 2 ετών.
Το MCC γίνεται σε δύο δόσεις στην ηλικία των 3 και 5 μηνών αντίστοιχα. Στην ηλικία των 12 μηνών χορηγείται μια δόση MCV4 και επαναλαμβάνεται στην ηλικία των 12 ετών. Το MCV4 συνιστάται από την ηλικία των 12 ετών έως και 59 ετών, ανεξάρτητα αν έχει προηγηθεί εμβολιασμός με MCC.
5. Εμβόλιο κατά της Ιλαράς - Παρωτίτιδας - Ερυθράς (MMR)
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 12 μήνες
Συνιστώνται 2 δόσεις του εμβολίου σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα (πίνακας).
Η 2η δόση συστήνεται σε ηλικία 2 ετών, μπορεί όμως να χορηγηθεί και νωρίτερα αρκεί να έχουν περάσει 4 εβδομάδες μετά την πρώτη. Και οι δύο δόσεις πρέπει να χορηγούνται μετά το 12ο μήνα ζωής. Τα άτομα που δεν έχουν εμβολιασθεί με 2η δόση μέχρι την ηλικία των 18 ετών πρέπει να εμβολιάζονται.
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 12 μήνες
Συνιστώνται 2 δόσεις του εμβολίου σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα (πίνακας).
Η 2η δόση συστήνεται σε ηλικία 2 ετών, μπορεί όμως να χορηγηθεί και νωρίτερα αρκεί να έχουν περάσει 4 εβδομάδες μετά την πρώτη. Και οι δύο δόσεις πρέπει να χορηγούνται μετά το 12ο μήνα ζωής. Τα άτομα που δεν έχουν εμβολιασθεί με 2η δόση μέχρι την ηλικία των 18 ετών πρέπει να εμβολιάζονται.
6. Εμβόλιο Ανεμευλογιάς
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 12 μήνες
Το εμβόλιο της ανεμευλογιάς συνιστάται μετά την ηλικία των 12 μηνών για παιδιά που δεν έχουν νοσήσει. Η 2η δόση συστήνεται σε ηλικία 2 ετών, μπορεί όμως να χορηγηθεί και νωρίτερα αρκεί να έχουν περάσει 3 μήνες μετά την 1η δόση. Εάν η 2η δόση χορηγηθεί σε μεσοδιάστημα 4 εβδομάδων από την 1η δόση σε παιδιά 12 μηνών έως 12 ετών θεωρείται αποδεκτή και δεν επαναλαμβάνεται.
Εμβόλιο Ιλαράς - Παρωτίτιδας - Ερυθράς - Ανεμευλογιάς (MMRV)
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 12 μήνες
Το MMRV μπορεί να χορηγείται εναλλακτικά αντί MMR και ανεμευλογιάς μεμονωμένα, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα (1η δόση 12-15 μηνών και 2η δόση 2 ετών) ή και νωρίτερα με μεσοδιάστημα 3 μηνών.
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 12 μήνες
Το εμβόλιο της ανεμευλογιάς συνιστάται μετά την ηλικία των 12 μηνών για παιδιά που δεν έχουν νοσήσει. Η 2η δόση συστήνεται σε ηλικία 2 ετών, μπορεί όμως να χορηγηθεί και νωρίτερα αρκεί να έχουν περάσει 3 μήνες μετά την 1η δόση. Εάν η 2η δόση χορηγηθεί σε μεσοδιάστημα 4 εβδομάδων από την 1η δόση σε παιδιά 12 μηνών έως 12 ετών θεωρείται αποδεκτή και δεν επαναλαμβάνεται.
Εμβόλιο Ιλαράς - Παρωτίτιδας - Ερυθράς - Ανεμευλογιάς (MMRV)
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 12 μήνες
Το MMRV μπορεί να χορηγείται εναλλακτικά αντί MMR και ανεμευλογιάς μεμονωμένα, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα (1η δόση 12-15 μηνών και 2η δόση 2 ετών) ή και νωρίτερα με μεσοδιάστημα 3 μηνών.
7. Εμβόλιο Ηπατίτιδας Α.
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 12 μήνες
Συνιστώνται δύο δόσεις με μεσοδιάστημα 6 μηνών.
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 12 μήνες
Συνιστώνται δύο δόσεις με μεσοδιάστημα 6 μηνών.
8. Εμβόλιο ιού ανθρώπινων θηλωμάτων
Το HPV θα πρέπει να γίνει εμβόλιο ρουτίνας όχι μόνο για τα κορίτσια, αλλά και για τα αγόρια.
Θα πρέπει να χορηγείται στην ηλικία των 11 ετών σε δύο δόσεις, με μεσοδιάστημα 6 μηνών.
Το HPV θα πρέπει να γίνει εμβόλιο ρουτίνας όχι μόνο για τα κορίτσια, αλλά και για τα αγόρια.
Θα πρέπει να χορηγείται στην ηλικία των 11 ετών σε δύο δόσεις, με μεσοδιάστημα 6 μηνών.
9. Εμβόλιο BCG
Η πρόληψη της φυματίωσης με εμβολιασμό στη γέννηση συνιστάται σε παιδιά πληθυσμιακών ομάδων με υψηλό δείκτη διαμόλυνσης (π.χ. μετανάστες, αθίγγανοι κ.ά.) ή όταν υπάρχει ιστορικό φυματίωσης στο άμεσο περιβάλλον της οικογένειας.
Όσα παιδιά της ομάδας αυτής δεν εμβολιασθούν στη γέννηση, δύνανται να εμβολιασθούν και αργότερα (έως 12 ετών).
Η πρόληψη της φυματίωσης με εμβολιασμό στη γέννηση συνιστάται σε παιδιά πληθυσμιακών ομάδων με υψηλό δείκτη διαμόλυνσης (π.χ. μετανάστες, αθίγγανοι κ.ά.) ή όταν υπάρχει ιστορικό φυματίωσης στο άμεσο περιβάλλον της οικογένειας.
Όσα παιδιά της ομάδας αυτής δεν εμβολιασθούν στη γέννηση, δύνανται να εμβολιασθούν και αργότερα (έως 12 ετών).
10. Εμβόλιο κατά της γρίπης.
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 6 μήνες για το τριπλό αδρανοποιημένο εμβόλιο (TIV) και 2 ετών για το ζων εξασθενημένο (LAIV). Το παρεντερικό αντιγριπικό εμβόλιο (TIV) συνιστάται για παιδιά >6 μηνών που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου (βλέπε ομάδες αυξημένου κινδύνου).
Δύο δόσεις εμβολίου της γρίπης απαιτούνται σε παιδιά 6 μηνών έως 8 ετών που εμβολιάζονται για πρώτη φορά ή που πρωτοεμβολιάστηκαν τον προηγούμενο χρόνο με μία μόνο δόση εμβολίου.
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 6 μήνες για το τριπλό αδρανοποιημένο εμβόλιο (TIV) και 2 ετών για το ζων εξασθενημένο (LAIV). Το παρεντερικό αντιγριπικό εμβόλιο (TIV) συνιστάται για παιδιά >6 μηνών που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου (βλέπε ομάδες αυξημένου κινδύνου).
Δύο δόσεις εμβολίου της γρίπης απαιτούνται σε παιδιά 6 μηνών έως 8 ετών που εμβολιάζονται για πρώτη φορά ή που πρωτοεμβολιάστηκαν τον προηγούμενο χρόνο με μία μόνο δόση εμβολίου.
11. Εμβόλιο κατά του Ρότα ιού (RV)
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 15 εβδομάδες
Στην Ελλάδα διατίθενται δύο εμβόλια που χορηγούνται σε 3 δόσεις (2, 4, και 6 μηνών) και σε 2 δόσεις (2 και 4 μηνών) αντίστοιχα. Η 1η δόση πρέπει να χορηγείται στην ηλικία 1,5 - 3 μηνών και να έχει τελειώσει το αργότερο στην ηλικία των 6 μηνών. Μετά τον 6ο μήνα απαγορεύεται να γίνει διότι ο κίνδυνος εμφάνισης του εγκολεασμού είναι μεγάλος.
Μικρότερη ηλικία χορήγησης: 15 εβδομάδες
Στην Ελλάδα διατίθενται δύο εμβόλια που χορηγούνται σε 3 δόσεις (2, 4, και 6 μηνών) και σε 2 δόσεις (2 και 4 μηνών) αντίστοιχα. Η 1η δόση πρέπει να χορηγείται στην ηλικία 1,5 - 3 μηνών και να έχει τελειώσει το αργότερο στην ηλικία των 6 μηνών. Μετά τον 6ο μήνα απαγορεύεται να γίνει διότι ο κίνδυνος εμφάνισης του εγκολεασμού είναι μεγάλος.
12. Εμβόλιο κατά του Μηνιγγιτιδόκοκκου Β (Meningococcal Group B Vaccine)
Το εμβόλιο κατά του Μηνιγγιτιδόκοκκου Β (Bexsero) είναι συνιστώμενο και το δοσολογικό του σχήμα έχει ως εξής:
2-5 μηνών: 3 δόσεις + 1 αναμνηστική. Μεσοδιάστημα δόσεων βασικού εμβολιασμού ≥ 1 μήνας, αναμνηστική δόση στην ηλικία 12-15 μηνών.
6-23 μηνών:
2 δόσεις + 1 αναμνηστική. Μεσοδιάστημα δόσεων βασικού εμβολιασμού ≥ 2 μήνες, αναμνηστική δόση:
ηλικίες 6-11 μηνών: στο 2ο έτος της ζωής (≥ 2 μήνες μετά το βασικό εμβολιασμό)
ηλικίες 12-23 μηνών: 12-23 μήνες μετά το βασικό εμβολιασμό
≥ 2 ετών: 2 Δόσεις. Μεσοδιάστημα δόσεων:
≥ 2 μήνες για παιδιά 2-10 ετών
≥ 1 μήνα για άτομα ≥ 11 ετών
Η ανάγκη για αναμνηστική δόση δεν έχει τεκμηριωθεί.
Το εμβόλιο κατά του Μηνιγγιτιδόκοκκου Β (Bexsero) είναι συνιστώμενο και το δοσολογικό του σχήμα έχει ως εξής:
2-5 μηνών: 3 δόσεις + 1 αναμνηστική. Μεσοδιάστημα δόσεων βασικού εμβολιασμού ≥ 1 μήνας, αναμνηστική δόση στην ηλικία 12-15 μηνών.
6-23 μηνών:
2 δόσεις + 1 αναμνηστική. Μεσοδιάστημα δόσεων βασικού εμβολιασμού ≥ 2 μήνες, αναμνηστική δόση:
ηλικίες 6-11 μηνών: στο 2ο έτος της ζωής (≥ 2 μήνες μετά το βασικό εμβολιασμό)
ηλικίες 12-23 μηνών: 12-23 μήνες μετά το βασικό εμβολιασμό
≥ 2 ετών: 2 Δόσεις. Μεσοδιάστημα δόσεων:
≥ 2 μήνες για παιδιά 2-10 ετών
≥ 1 μήνα για άτομα ≥ 11 ετών
Η ανάγκη για αναμνηστική δόση δεν έχει τεκμηριωθεί.
http://www.iatropedia.gr/