28 Μαΐου 1979: Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (υπό το βλέμμα του Γεωργίου Ράλλη και του Τάκη Λαμπρία) υπογράφει τη συνθήκη ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ |
Η αποτυχία της Ελλάδας να εισαγάγει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές που απαιτούσε η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση αναλύεται στο βιβλίο του Παναγιώτη Ιωακειμίδη
Η ένταξη της χώρας μας στην ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία αποτέλεσε κορυφαία στρατηγική επιλογή. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΚ/ΕΕ έχει διευρύνει τόσο τους ορίζοντες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής όσο και την ατζέντα των ζητημάτων ελληνικού ενδιαφέροντος, ειδικότερα στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης και της Μεσογείου.
Ως μέλος της ΕΟΚ/ΕΕ η Ελλάδα κατάφερε να ενισχύσει τις σχέσεις της με όλους τους σημαντικούς παράγοντες της διεθνούς πολιτικής. Ειδικότερα τις διμερείς σχέσεις με συμμάχους και εταίρους. Πέραν των εταίρων και συμμάχων, η χώρα κατάφερε να διευρύνει τις σχέσεις με χώρες με τις οποίες υπάρχουν παραδοσιακοί δεσμοί και συμφέροντα. Δεν κατάφερε όμως να εισαγάγει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές που απαιτούσε η συμμετοχή στην ΕΕ. Σε μεγάλο βαθμό η αποτυχία αυτή οδήγησε στην πολύπλευρη κρίση του 2010 και στα μνημόνια.
Απαραίτητο εργαλείο μελέτης και αναστοχασμού πάνω σε αυτή την αποτυχία είναι το πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παναγιώτη Ιωακειμίδη. Με εύστοχο τρόπο και εύληπτο λόγο, ο κ. Ιωακειμίδης εντοπίζει και αναλύει τρία βασικά, αφετηριακά λάθη και πέντε μύθους που κυριάρχησαν και λειτούργησαν ως βασικά εμπόδια στη διαδικασία προσαρμογής.
Η Ελλάδα εμφανίζεται «να θέλει» υψηλά ποσοστά στήριξης της συμμετοχής της στην Ενωση και ταυτόχρονα να στηρίζει την εξέλιξη του ενωσιακού συστήματος σε πολιτική ένωση, αλλά παράλληλα να αδυνατεί ή να αποφεύγει να κάνει τις απαιτούμενες προσαρμογές ώστε να λειτουργήσει ομαλά εντός της Ενωσης.
Γιατί συνέβη αυτό; Η απάντηση θα μπορούσε να συνοψιστεί στη διατύπωση ότι η Ελλάδα με την ένταξη και συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση στηρίχθηκε σε τρία θεμελιακά λάθη/εννοιολογήσεις σε ό,τι αφορά την πρόσληψη του εαυτού της και του συστήματος της Ενωσης και ταυτόχρονα ανέπτυξε πέντε παραπλανητικούς μύθους για την Ενωση, υπογραμμίζει ο Π. Κ. Ιωακειμίδης.
Τα τρία λάθη
Τριάντα επτά χρόνια από την ένταξη στην ΕΟΚ (1981), λάθη και μύθοι εξακολουθούν να επιβιώνουν και σε ορισμένες περιπτώσεις να έχουν οξυνθεί. Η θεώρηση-πρόσληψη της Ελλάδας ως «εξ ορισμού» ευρωπαϊκής χώρας που δικαιωματικά θα πρέπει να συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι το πρώτο θεμελιακό λάθος. Συνδέεται με το ζήτημα της θέσης και σχέσης της Ελλάδας με την Ευρώπη και το ευρύτερο διεθνές σύστημα (ευρωπαϊκό, περιφερειακό) και εάν «ανήκει» στη Δύση ή στην Ανατολή ή εάν είναι «κάτι ξεχωριστό».
Το δεύτερο λάθος συνδέεται με τη θεώρηση-πρόσληψη της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως θεσμού υποκατάστατου των παραδοσιακών προστάτιδων δυνάμεων που διαμόρφωσαν την ιστορική διαδρομή της χώρας.
Η θεώρηση-πρόσληψη της Ελλάδας ως χώρας - ειδικής περίπτωσης, η οποία θα πρέπει να τυγχάνει ειδικής μεταχείρισης από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αποτελεί το τρίτο λάθος σύμφωνα με τον Π. Κ. Ιωακειμίδη.
Οι πέντε μύθοι
Η χρήσιμη ανάλυση για την κρίση και την αποτυχία της Ελλάδας ως κράτους-μέλους της ΕΕ, που καταθέτει ο Ιωακειμίδης, συμπληρώνεται από τους πέντε μύθους που λειτούργησαν ως βασικά εμπόδια στη διαδικασία προσαρμογής.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι νεοφιλελεύθερη, δεν είναι αλληλέγγυα προς την Ελλάδα, η Ευρώπη - ΕΕ επωφελήθηκε περισσότερο από την ένταξη της Ελλάδας, η ΕΕ κυριαρχείται από τη Γερμανία και δεν είναι αυτή που θέλουμε είναι οι πέντε μύθοι που υπογραμμίζει ο συγγραφέας και οι οποίοι εξακολουθούν να επιβιώνουν και να εμποδίζουν την ομαλή συμμετοχή της χώρας μας στην ΕΕ ως «κανονικής χώρας».
Η συζήτηση για τους πέντε μύθους είναι χρήσιμη για την κατανόηση της κρίσης που βίωσε η ΕΕ και για την προσέγγιση των νέων δεδομένων που δημιουργούν τα σχέδια για αλλαγές στην ευρωζώνη.
Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται βυθισμένη σε μια μεγάλη κρίση. Μια κρίση πολυεπίπεδη, που είναι ταυτόχρονα οικονομική, δημογραφική, οικολογική, πολιτική και κρίση θεσμών. Ειδικότερα, το ευρωπαϊκό σχέδιο έχει μπλοκάρει λόγω της κρίσης της ευρωζώνης. Είναι πλέον προφανές πως μια νομισματική ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει αν οι οικονομικές πολιτικές των χωρών-μελών διαφέρουν πολύ μεταξύ τους.
Τα μελλοντικά σενάρια
Σήμερα, δεν είναι εύκολο να κάνει κανείς προβλέψεις για τις μελλοντικές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην ΕΕ. Οι περισσότεροι ειδικοί αναλυτές περιγράφουν δύο διαφορετικά σενάρια αντιμετώπισης της κρίσης, ένα συντηρητικό - διαρθρωτικό και ένα ευρω-ομοσπονδιακό. Σύμφωνα με τη συντηρητική ανάλυση, πρέπει κανείς να ακολουθήσει σφιχτή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική και να υποταχθεί σε αυστηρούς κανόνες για να σταθεροποιήσει τις αγορές. Από την άλλη πλευρά, η ευρω-ομοσπονδιακή ανάλυση υποστηρίζει πρώτα απ' όλα ότι όλες οι νομισματικές ενώσεις του παρελθόντος κατέρρευσαν όταν δεν μετεξελίχθηκαν σε πολιτική ένωση. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της ανάλυσης, η αντιμετώπιση της κρίσης απαιτεί τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής «κρατικής» οντότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία να διαθέτει μια μίνιμουμ οικονομικοπολιτική κυριαρχία.
Με γνώμονα την αναζήτηση εκείνου του μοντέλου λειτουργίας της ΕΕ που θα προωθήσει το ευρωπαϊκό συμφέρον πέρα από τις εθνικές διαιρέσεις, η ομοσπονδιακή μέθοδος δεν θα μας οδηγήσει άμεσα στη δημιουργία των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, θα μας επιτρέψει όμως να ξαναδουλέψουμε με το τρίγωνο των ευρωπαϊκών θεσμών, την Επιτροπή ως έκφραση του κοινοτικού συμφέροντος, το Συμβούλιο Υπουργών ως εκφραστή των εθνικών συμφερόντων και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως έκφραση των λαών. Μόνο μια πολιτική ενοποίηση της ΕΕ θα ακυρώσει την ανάγκη για μια ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη, έναν ρόλο που διαδραματίζει σήμερα η Γερμανία.
Είναι προφανής η ανάγκη για ένα πιο λειτουργικό σύστημα για την ευρωζώνη, η οποία ούτως ή άλλως αποτελεί μέρος του προβλήματος γιατί είναι μια ατελής οικονομική και νομισματική ένωση χωρών-μελών με διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Η συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ οδηγεί εκ των πραγμάτων σε μια νέα αλληλεγγύη συμφερόντων σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα συμπληρώνει και δεν θα ακυρώνει το εθνικό συμφέρον.
Η θέση της Ελλάδας
Οσο για την Ελλάδα, πρέπει να πιστέψει και πάλι στην ευρωπαϊκή προοπτική της, η οποία διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο να αυτοακυρωθεί είτε από πολιτικό ερασιτεχνισμό είτε από αμφιλεγόμενες πολιτικές στρατηγικές από τις κυβερνήσεις συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ. Η Ελλάδα, ακολουθώντας τη λογική της εξωστρέφειας και έχοντας επίγνωση του μεγέθους και των ορίων της, πρέπει να αρχίσει να αναλαμβάνει και πάλι πρωτοβουλίες προκειμένου να συμβάλει στην επίλυση και διαχείριση περιφερειακών προβλημάτων. Σε μια νέα εποχή «μεταλαϊκισμού», πρέπει να ενισχυθούν τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας έχουν απομείνει και να διευρυνθεί ο διεθνής ρόλος της.
Προς αυτή την κατεύθυνση, έχουμε ανάγκη από έναν εξωστρεφή πατριωτισμό που δεν φοβάται την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία ενισχύει το εθνικό συμφέρον σε αντίθεση με τον εσωστρεφή, τοξικό και φοβικό πατριωτισμό που θέλει την Ελλάδα περιθωριοποιημένη από το ευρωπαϊκό σχέδιο. Και το βιβλίο του Παναγιώτη Ιωακειμίδη ίσως αποδειχτεί χρήσιμο εργαλείο μελέτης των αφετηριακών λαθών μας.
Ο κ. Σωτήρης Ντάλης είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Πρόσφατο βιβλίο του, «Η ευρωπαϊκή ενοποίηση, η Ελλάδα και ο κόσμος» (Παπαζήσης, 2018).
http://www.tovima.gr