Στο χειρότερο σημείο τουλάχιστον της τελευταίας τριετίας βρίσκεται το κλίμα στην παγκόσμια οικονομία, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου.
Σύμφωνα με το Βαρόμετρο του Ifo που δόθηκε την Πέμπτη στη δημοσιότητα και αφορά το καλοκαιρινό τρίμηνο, ο σχετικός δείκτης έπεσε κατά 4,5 μονάδες στις 86,0. Η τάση του συνεπώς βρίσκεται σαφώς κάτω από τον εδώ και χρόνια μέσο όρο των περίπου 96 μονάδων.
Η έρευνα του Ifo διεξήχθη μεταξύ 1.086 ειδικών από 115 χώρες, των οποίων οι αξιολογήσεις παρέμειναν δυσμενείς. Οι προσδοκίες τους ήταν σαφώς πιο αρνητικές από ό,τι κατά το προηγούμενο τρίμηνο.
«Το κλίμα στην παγκόσμια οικονομία είναι πεσμένο» δήλωσε ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Κλέμενς Φούεστ και επεσήμανε ότι ειδικά στην Ευρώπη το οικονομικό κλίμα «θόλωσε» λόγω του αποτελέσματος του βρετανικού δημοψηφίσματος υπέρ του Brexit.
Εξαίρεση αποτέλεσαν μόνο τα ανατολικά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου η ατμόσφαιρα έγινε, αντιθέτως, πιο «καθαρή», ενώ στην Ασία το Βαρόμετρο του Ifo έπεσε στο χαμηλότερό του σημείο των τελευταίων επτά ετών και στη Βόρεια Αφρική βρίσκεται πλέον μόνο λίγο πάνω από τον μακροχρόνιο μέσο όρο.
Σύμφωνα με την έρευνα, η αξία του δολαρίου ΗΠΑ εκτιμάται ότι πιθανώς θα ανεβεί κατά τους επόμενους έξι μήνες.
Πάντως, όπως ανακοινώθηκε την Πέμπτη, η αμερικανική οικονομία πρόσθεσε 255.000 θέσεις απασχόλησης τον Ιούλιο, έπειτα από αύξηση των θέσεων απασχόλησης κατά 292.000 τον Ιούνιο. Ο ρυθμός ανάπτυξης της απασχόλησης ήταν ασθενέστερος νωρίτερα το τρέχον έτος και έτσι οι δύο αυτοί μήνες δεν διαμορφώνουν την ευρύτερη τάση. Σε κάθε περίπτωση όμως οικονομικοί αναλυτές θεωρούν ότι η αγορά εργασίας βρίσκεται σε αρκετά καλή κατάσταση. «Το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σε μόλις 4,9% και παρ' όλα αυτά η οικονομία εξακολουθεί να επαναφέρει τους εργαζομένους στο εργατικό δυναμικό και να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας» αναφέρεται σε ανάλυση του Bloomberg.
Ωστόσο σημειώνεται ότι το πρόβλημα είναι πως η οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες ενδείξεις, παραμένει υποτονική. «Τα στοιχεία υποδηλώνουν πως η ανάπτυξη της παραγωγής ανά εργαζόμενο, η παραγωγικότητα, χάνει έδαφος. Επιβεβαιώνοντας αυτή την ένδειξη, η τρέχουσα ανάκαμψη έχει μέχρι στιγμής στηριχθεί πολύ περισσότερο στην καταναλωτική δαπάνη από ό,τι στις επενδύσεις, οι οποίες παραμένουν στο ρελαντί. Οι επιχειρήσεις που δεν επενδύουν δεν μπορούν να γίνουν περισσότερο παραγωγικές» αναφέρεται και επισημαίνεται ότι «η υψηλή απασχόληση είναι σπουδαίο νέο αλλά χωρίς ισχυρότερο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας η σφιχτή αγορά εργασίας δεν θα αυξήσει το βιοτικό επίπεδο όσο θα έπρεπε».
Ως εκ τούτου εκτιμάται ότι μια ισχυρή αγορά εργασίας αυξάνει την πιθανότητα η Federal Reserve να ανανεώσει την προσπάθειά της για ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής εντός του έτους με νέα αύξηση των επιτοκίων. Επιπλέον μια τέτοια κίνηση θεωρείται ότι θα θέσει σταδιακά ανοδική πίεση στους μισθούς και τον πληθωρισμό. «Το πιο σημαντικό είναι ότι τα απαραίτητα αλλά έκτακτα νομισματικά μέτρα τόνωσης της Fed δημιούργησαν οικονομικές πιέσεις και αβεβαιότητα για το μέλλον, τα οποία ενδεχομένως πλήττουν την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων. Η επιστροφή στην κανονική νομισματική πολιτική θα βοηθήσει να διαλυθεί αυτό το σύννεφο» επισημαίνουν οι αναλυτές.
Οι ίδιοι θεωρούν ότι η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να κάνει περισσότερα. «Ενας τομέας όπου αυτό είναι ζωτικής σημασίας είναι οι δαπάνες για υποδομές. Οι άτονες δημόσιες επενδύσεις όχι μόνο καταστέλλουν την παραγωγικότητα, αλλά αυξάνουν και το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Το έλλειμμα των δημόσιων επενδύσεων πλήττει σε μεγάλο βαθμό και τις ιδιωτικές επενδύσεις» αναφέρουν.
Συμπερασματικά θεωρούν ότι, παρά τα τελευταία καλά νέα για την αγορά απασχόλησης, η μελλοντική ευημερία της Αμερικής θα εξαρτάται λιγότερο από τη Fed και περισσότερο από την ικανότητα του επόμενου προέδρου να συνεργαστεί με το Κογκρέσο και τις Πολιτείες.
http://www.tovima.gr/